Ο τότε γάλλος υπουργός Αμυνας Ρενέ Πλεβέν (δεξιά) ήταν ο πρώτος που ανέλαβε να επεξεργαστεί σχέδιο για τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού στη δεκαετία του 1950 | CreativeProtagon
Απόψεις

Από τον Πλεβέν στον Μακρόν

Η αμυντική ενοποίηση της Ευρώπης έχει πολύ δρόμο ακόμη μέχρι να επιτευχθεί αφού οι εθνικοί ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της ΕΕ παραμένουν ισχυροί. Αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει και οι ανάγκες έχουν γίνει πιο πιεστικές
Δημήτρης Τσιόδρας

H  Συμφωνία Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης ανάμεσα στη Γαλλία και την Ελλάδα είναι μια σημαντική επιτυχία της χώρας και προσωπικά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η ρήτρα αμοιβαίας  συνδρομής, πάει πολύ πιο πέρα από την αγορά κάποιων εξοπλιστικών συστημάτων, απολύτως απαραίτητων για την  θωράκιση της χώρας. Εκτός της αυτονόητης σημασίας για την άμυνα της Ελλάδας σε περίπτωση που δεχθεί επίθεση, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα ιστορικής σημασίας στην προσπάθεια της Ε.Ε. για αμυντική ενοποίηση, ενός project που επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο ύστερα από τη συμφωνία AUΚUS και τη μετατόπιση του αμερικανικού ενδιαφέροντος στον Ειρηνικό.

Αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αφού η ευρωπαϊκή ήπειρος είχε αιματοκυλιστεί δύο φορές στη διάρκεια λίγων δεκαετιών, δημιουργήθηκε το ΝΑΤΟ προκειμένου να αντιμετωπιστεί η Σοβιετική απειλή. Οι Ευρωπαίοι, που επί αιώνες πολεμούσαν μεταξύ τους, μπήκαν κάτω από την αμερικανική αμυντική ομπρέλα και τα ευρωπαϊκά κράτη από επιθετικές δυνάμεις (ιδίως η Γερμανία) έγιναν «καταναλωτές ασφάλειας».

Μετά τη δημιουργία της  Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα, παράλληλα με την ύπαρξη του ΝΑΤΟ ξεκίνησε και η συζήτηση περί της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Ιδίως μετά τον πόλεμο στην Κορέα και υπό το φόβο μιας ενδεχόμενη σοβιετικής επίθεσης στην Ευρώπη, άρχισε να συζητείται η ανάγκη ενός ευρωπαϊκού αμυντικού συστήματος. Ο Ζαν Μονέ, πρότεινε τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού και ο τότε γάλλος υπουργός Αμυνας Ρενέ Πλεβέν, ανέλαβε να επεξεργαστεί το σχετικό σχέδιο. Μεγάλο αγκάθι, ο ρόλος της Γερμανίας, αφού ουδείς επιθυμούσε τον επανεξοπλισμό της, λίγα χρόνια μετά την «παρέλαση» των γερμανικών μεραρχιών στα κέντρα των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Το σχέδιο για Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα, κατατέθηκε αλλά ήταν το Γαλλικό Κοινοβούλιο εκείνο που το απέρριψε το 1954. Οι ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί κυριάρχησαν και η δύναμη των ΗΠΑ κρίθηκε ότι αρκούσε για την απόκρουση των απειλών.

Τα πράγματα άλλαξαν με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου την εξάλειψη της σοβιετικής απειλής και την ένταξη μεγάλου μέρους των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στην ΕΕ. Κι έγιναν ακόμη πιο περίπλοκα με την εκλογή Τrump στην προεδρία των ΗΠΑ και  την αλλαγή των αμερικανικών προτεραιοτήτων, που έχουν στραφεί πλέον στην Ασία και στην ανάσχεση της δύναμης της Κίνας, θέτοντας την Ευρώπη σε δεύτερη μοίρα.

Από τη στιγμή που καθίσταται όλο και περισσότερο σαφές ότι οι ευρωπαϊκές χώρες δεν μπορούν να παραμένουν «καταναλωτές ασφάλειας», αλλά πρέπει να φροντίσουν οι ίδιες την άμυνά τους σε συνεργασία με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, η συζήτηση για την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα αποκτά νέα δυναμική. Η χώρα που μπορεί να διαδραματίσει προωθητικό ρόλο, είναι ασφαλώς η Γαλλία. Η Γερμανία, παρότι η πιο ισχυρή οικονομικά δύναμη στην Ευρώπη, ούτε η ίδια επιθυμεί, ούτε ουδείς άλλος θα ήθελε να τη δει να πρωταγωνιστεί σε στρατιωτικά θέματα. Η Γαλλία, μετά την αποχώρηση της Βρετανίας που ήταν η πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη και μπορούσε να λειτουργεί εξισορροπητικά, είναι η  χώρα που έχει όλες τος προϋποθέσεις να πρωταγωνιστήσει. Είναι πυρηνική δύναμη, έχει τον πιο ισχυρό στρατό και η ενίσχυση του ρόλου της δεν παραπέμπει σε αρνητικούς συνειρμούς. Οι όποιες πρωτοβουλίες δεν μπορούν να αναληφθούν δίχως τη συναίνεση της Γερμανίας, όπως γίνεται με όλα τα σημαντικά βήματα στην Ε.Ε.

Η κίνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να προχωρήσει σε συμφωνία αυτή την ώρα, είναι ιστορικής σημασίας. Πέραν της αυτονόητης σπουδαιότητας για την υπεράσπιση της Ελλάδας, είναι ένα σημαντικό βήμα στο χτίσιμο της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Είναι μια μεγάλη στρατηγική κίνηση που, σε συνδυασμό με τις πολύπλευρες διπλωματικές κινήσεις, φέρνει τη χώρα μας σε πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και στις ευρύτερες ευρωπαϊκές διεργασίες. Η αμυντική ενοποίηση της Ευρώπης έχει πολύ δρόμο ακόμη μέχρι να επιτευχθεί  αφού οι εθνικοί ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της ΕΕ παραμένουν ισχυροί. Αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει και οι ανάγκες έχουν γίνει πιο πιεστικές. Και οι ανάγκες είναι αυτές που κάμπτουν δισταγμούς και παραμερίζουν μικροϋπολογισσμούς..


* Ο Δημήτρης Τσιόδρας είναι δημοσιογράφος, διευθυντής του Γραφείου Τύπου του Πρωθυπουργού