Οπως όλοι γύρω μου, παρακολουθώ τη σαρωτική πορεία του Γιάννη Αντετοκούνμπο στην Αμερική και τον λαϊκό θαυμασμό που ξεσηκώνει η επιτυχία του εδώ στην πατρίδα. Και επιβεβαιώνω για εκατοστή φορά εντός μου ότι ζούμε σε μια χώρα που διαρκώς μετεωρίζεται ανάμεσα στη βαθιά ραχάτικη Ανατολή που έχουμε στο μεδούλι μας και την ανταγωνιστική ορθολογική Δύση που ορίζει πλέον τους στόχους μας. Δυϊσμός μόνιμος και θανάσιμος. Ζούμε στην Ανατολή, ονειρευόμαστε τη Δύση. Μας εκφράζει η ξάπλα του πασά με τον ναργιλέ, αλλά μας δελεάζουν και οι επιτυχίες του σκληρού καπιταλιστικού μπιζιμποντισμού.
Ο ελληνισμός διέπρεψε παλιότερα στις παραδουνάβιες περιοχές, στη Μικρασία, στην Οδησσό ή στην Αλεξάνδρεια. Κι όμως, ποτέ αυτοί οι τόποι, αν και έφτιαχναν πελώριες περιουσίες ισότιμες με τις αμερικάνικες, δεν απέκτησαν στο μυαλό των Ελλήνων την αίγλη της μαγευτικής χώρας του δολαρίου. Περνούν οι δεκαετίες και οι πεντηκονταετίες σαν το νερό, ζούμε πια στον γαλαξία της παγκοσμιοποίησης και της ευκολίας των μετακινήσεων, όμως η φιγούρα του έλληνα μπρούκλη εξ Αμερικής, του φτωχόπαιδου που πέρασε τον Ατλαντικό πεινασμένος και άμοιρος, για να επιστρέψει στα πάτρια πλούσιος και κραταιός, παραμένει ως σήμερα αξεπέραστη…
Ειδικά με τους αθλητές που εδώ θα ήταν καταδικασμένοι, αλλά «στο Αμέρικα» μεγαλούργησαν, έχουμε ένα είδος εθνικής ψύχωσης. Τη δεκαετία του ’20, ο Πατρινός Δημήτρης Τόφαλος έγινε θρύλος στην Ελλάδα, όταν –ανάπηρος από το αριστερό χέρι– σάρωσε όλους τους θηριώδεις αμερικανούς αθλητές του επαγγελματικού κατς. Μια δεκαετία αργότερα, ο Τζιμ Λόντος, που ως τα 14 του έβοσκε κατσίκες στο Κουτσοπόδι Αργολίδας, στα μάτια των τότε Ελλήνων έγινε ισότιμος με τον Δία. Παγκόσμιος πρωταθλητής της ελεύθερης πάλης στην Αμερική, μάζεψε 100.000 θεατές στο Καλλιμάρμαρο της Αθήνας όταν γύρισε στην πατρίδα για να εφαρμόσει το περίφημο αεροπλανικό κόλπο του στον ρωσοπολωνό πρωταθλητή Ευρώπης Κοβριάνι. Οταν νίκησε, ο Μάρκος Βαμβακάρης τού έγραψε ρεμπέτικο τραγούδι.
Μυθικές φιγούρες
Ολοι αυτοί ήταν μυθικές φιγούρες για τους ταλαίπωρους Ελληνες, που μαράζωναν μέσα στην ελληνική φτώχεια και απομόνωση των αρχών του 20ού αιώνα. Συνεχίζουν να είναι και για εμάς, τους σημερινούς εξευρωπαϊσμένους έλληνες επαρχιώτες του ευρώ και των ταμείων ανάκαμψης. Τα «παιδιά μας» εκεί στην άλλη άκρη του Ατλαντικού πάντα θα συνοδεύονται από τις ευχές μας, από την κρυμμένη ζήλια μας, από την μεταφυσική πίστη μας. Στα μάτια μας, κάθε ένα από αυτά είναι το διαρκές συνώνυμο του αυτοδημιούργητου που γίνεται πανίσχυρος, πλούσιος, πετυχημένος, διάσημος, ξεκινώντας δίχως άλλα προσόντα πέραν της σωματικής του δύναμης και του ελληνικού του πείσματος. Ξεκίνησαν ξυπόλυτα από ένα ελληνικό χωριό ή μια αθηναϊκή φτωχοσυνοικία κι έφτασαν στην κορυφή του αμερικάνικου, άρα και του παγκόσμιου ονείρου.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι ο Τζιμ Λόντος του 21ου αιώνα. Ενσαρκώνει το βαθύτερο όνειρο του καθενός μας. Να ξεκινήσουμε από τα πολύ-πολύ χαμηλά (πουλώντας CD στις πλατείες) και να αλώσουμε την παγκόσμια μητρόπολη, να εκτοξευτούμε σαν πύραυλοι προς τη δόξα, τον πλούτο και τον παγκόσμιο θαυμασμό. Κι επειδή οι περισσότεροι εξ ημών δεν είμαστε καν διατεθειμένοι να το προσπαθήσουμε, υπάρχει ο Γιάννης που το κάνει για μας.