Στις 24 Ιουλίου του 1974, έχοντας γυρίσει στις 19 του μηνός στην Αθήνα από την Κύπρο με το τελευταίο αεροπλάνο πριν εισβάλουν στις 20 οι Τούρκοι, μάθαμε ότι «αποκαθίσταται η Δημοκρατία στην Ελλάδα».
Και πώς να σμίξει τώρα ο θρήνος με τον πανηγυρισμό, η πρώτη σκέψη ενός 16χρονου εφήβου που, για πρώτη φορά στη ζωή του βίωνε τόσο έντονα και το αίσθημα του φόβου;
Στο νησί είχα πάει για να κάνω, ως προστάτης οικογένειας (!) το ετήσιο μνημόσυνο του πατέρα μου, που χάθηκε ξαφνικά ένα απομεσήμερο έχοντας επιστρέψει από μπάνιο στην Αμμόχωστο. Δεν βγαίναμε από τη θάλασσα –η ωραιότερη μέρα της ζωής μου μαζί του, έγινε το απόγευμα η χειρότερη.
Την επομένη της άφιξής μου εκδηλώθηκε το πραξικόπημα και με ειδική πτήση επέστρεψα στην Αθήνα, παραμονή της εισβολής. Στις 20, βρέθηκα πάνω σ’ ένα πλοίο για Πάρο, όπου παραθέριζε η οικογένειά μου. Εν πλω, μάθαμε για την εισβολή και ο καπετάνιος μας πληροφόρησε ότι το πλοίο θα κάνει τον γύρο του μισού Αιγαίου για να μαζέψει στρατεύσιμους. Εγώ δεν αποβιβάστηκα στο νησί, και η υπόλοιπη οικογένεια ανέβηκε στο πλοίο για να γυρίσουμε όλοι μαζί Αθήνα.
Ηταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια «κρουαζιέρα» της ζωής μου. Δεν έμεινε νησί που να μη πιάσουμε. Παντού υπήρχαν τρανζιστοράκια και ακούγαμε τις εξελίξεις. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο μου καταπράυνε τον φόβο και μου αναπτέρωσε το ηθικό ο ενθουσιασμός σχεδόν όλων των νέων ανδρών που ανέβηκαν στο πλοίο για τη γενική επιστράτευση.
Φτάνοντας στον Πειραιά, είχαν όλοι οδηγίες να κατευθυνθούν στην πλατεία κοντά στις αποβάθρες, όπου και θα ενημερώνονταν για τα περαιτέρω. Εκεί, το χάος και ο πανζουρλισμός δεν περιγράφονται. «Μα δεν είναι κανείς εδώ», φώναζαν όλοι. «Με τις σαγιονάρες θα πάμε να πολεμήσουμε;», ήταν η φράση που δεν έφυγε ποτέ από μέσα μου.
Γυρίσαμε σπίτι, με την αγωνία «τι θα κάνουμε τώρα;». Είχαμε έρθει στην Ελλάδα από την Αφρική πριν από τέσσερα χρόνια, και ήμασταν «ψάρια». Ακόμα δε περισσότερο, όταν χάσαμε το στήριγμά μας. Η Μαμά, τρομοκρατημένη, αποφάσισε «θα πάμε πίσω». Εκεί ήταν, άλλωστε, όλοι οι συγγενείς της. Φοβόταν ότι θα πάμε σε πόλεμο με την Τουρκία και απ’ ό,τι μαθαίναμε, το φρόνημα μεν ήταν υψηλό, αλλά επιχειρησιακά ήμασταν χαμένοι από χέρι.
«Με τις σαγιονάρες θα πολεμήσουμε;»
Οταν ξημέρωσε η 24η Ιουλίου, και ενώ ήδη η Μαμά είχε ενημερώσει τους συγγενείς της ότι «μόλις μπορέσουμε, γυρίζουμε στην Αφρική», μάθαμε ότι έπεσε η χούντα και ότι επιστρέφει από το Παρίσι ο Καραμανλής. Ακουγα ραδιόφωνο για να μάθω τι και πώς. Ενημερωνόμουν από το BBC γιατί τα ελληνικά μου δεν ήταν ακόμα τόσο καλά. Ετσι έμαθα ποιος ήταν ο Καραμανλής – πού να ξέρω; Από παντού εισέπραττα ενθουσιασμό για την επιστροφή του και πέταξα απ’ τη χαρά μου όταν πληροφορήθηκα πως όλη η γειτονιά ετοιμαζόταν να πάει να τον υποδεχτεί το βράδυ στο Σύνταγμα.
Εγώ, που δεν είχα κανένα γερό υπόβαθρο ελληνικότητας παρεκτός τα γονίδια και το ανάγιωμα από τους γονείς μου (στους τρεις σπαστούς μήνες τον χρόνο που βγαίναμε από το αγγλικό οικοτροφείο και περνούσαμε σύντομες διακοπές μαζί τους), ήταν η πρώτη φορά που ένοιωθα με ενθουσιασμό την έννοια της πατρίδας. Δεν είχα όμως παρελθόν. Ούτε και πραγματική ελευθερία, ώστε να κατανοήσω τη σημασία και το δώρο της ελεύθερης έκφρασης, της πραγματικής δημοκρατίας, της χαράς να ενημερώνεσαι για το κάθε τι, να διαβάζεις βιβλία, να ακούς μουσική, να αποφασίζεις, να συμφωνείς, να διαφωνείς, να αμφιβάλλεις, να διαμαρτύρεσαι.
Ποτέ μου, ως τότε, δεν διαμαρτυρήθηκα για τίποτα. Απαγορευόταν!
Στην υποδοχή του «Εθνάρχη» (έμαθα και αυτόν τον όρο, αν και υπήρχε ο ίδιος και για τον Μακάριο!), πανηγύριζα με –αλλά και για– αυτούς που πανηγύριζαν. Αισθανόμουν, από τη μία, ότι κάτι καινούργιο ξημερώνει. Ο ενθουσιασμός των στρατεύσιμων στο βαπόρι, πέρασε και σε μένα. Από την άλλη όμως, κάθε που το μυαλό μου στρεφόταν στη Κύπρο, στον Μπαμπά που έφυγε απότομα στο πρώτο μας ταξίδι στο νησί, στο πραξικόπημα τη μέρα που θα έκανα το μνημόσυνό του ένα χρόνο μετά, στην εισβολή που εκδηλώθηκε στην ακτογραμμή της Κερύνειας όπου έκανα το τελευταίο μου μπάνιο, στις εικόνες της απόβασης, της φυγής των κατοίκων από τα σπίτια τους, ασυναίσθητα έτρεμα μη πάθει κάτι το αεροπλάνο που «έφερνε» πίσω τη Δημοκρατία στην Ελλάδα!
Ευτυχώς, παρά τα κενά και τις αναταράξεις, προσγειώθηκε καλά.
Η σημερινή μέρα, 46 χρόνια μετά, είναι περίεργη. Την ίδια ώρα που θα γίνεται η καθιερωμένη, αλλά με εντελώς διαφορετική φιλοσοφία φέτος, γιορτή της Δημοκρατίας, μπροστά στη Παλιά Βουλή συγκέντρωση «διαμαρτυρίας και οργής» για την μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς σε τζαμί, αλλά και με το βλέμμα στραμμένο προς το Αιγαίο, που τα ηλεκτρονικά μίντια το εικονογραφούν ψηφιακά με το επιτραπέζιο Battlefield, καθ’ ημάς Ναυμαχία.
Ολα αυτά, σε μια εποχή που έχουμε αποστηθίσει (άλλο αν δεν το εφαρμόζουμε πιστά) το «τηρείτε τις αποστάσεις, μας φέρνουν κοντά». Ως επί το πλείστον, έστω…
Στη παλιότερη δημοσιογραφική μου θητεία, είχα αποκλειστικό το ρεπορτάζ της προεδρικής δεξίωσης για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Κάθε χρόνο, έκλεινα το κομμάτι μου με τη φράση «η κοπέλα μας έγινε πέντε ετών», ή «το κορίτσι μας ενηλικιώθηκε», ή «τριαντάρισε πια», κλπ, κλπ. Ωραίο λογοπαίγνιο. Που κατάντησε μελαγχολικό.
Χάρηκα όταν παρέδωσα τη σκυτάλη σε άλλους. Κουράστηκα, και κούρασα. Το ρεπορτάζ κατέληξε να είναι περισσότερο κοσμικό, παρά πολιτικό. Οι κάμερες κρατούσαν δύο πόστα: στην κάθοδο της σκάλας, στο έμπα του κήπου για να συλλάβουν life-style, και στο κιόσκι των πολιτικών, για να βγάλουν, τάχα, ειδήσεις.
Εμείς, σχολιάζαμε τα ντυσίματα, τα φαγητά, τους επιδρομείς των μπουφέδων, τους μόνιμους των μπαρ, τις παρέες και τα πηγαδάκια. Παρατηρούσαμε πώς κάθονταν οι πολιτικοί, δίπλα σε ποιους, προσπαθούσαμε να διαβάσουμε τη γλώσσα των χειλέων τους μπας και βγάλουμε καμιά είδηση, δίναμε μάχη να βρεθούμε κοντά τους όταν αποχωρούσαν από τον μακρύ διάδρομο για να πάρουμε μια … αποκλειστική είδηση. Ανέκαθεν είχε αυτό το κόλλημα η επιρρεπής δημοσιογραφία. Θεωρούσε «αποκλειστικό» ακόμα κι αν έπαιρνες δήλωση από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο!
Αστεία πράγματα!..
Σήμερα, όμως, 24η Ιουλίου 2020, με αυτό το «έντονο σκηνικό» στη ζωή μας (Αιγαίο, Αγία Σοφιά, πανδημία, νέα κυβέρνηση, νέα Πρόεδρος της Δημοκρατία, κ.ά.), θα ήθελα να ήμουν και πάλι εκεί. Βάσει της νέας λίστας της Προέδρου Σακελλαροπούλου. Δηλαδή, με το 1/3 των συνηθισμένων καλεσμένων, με μόνο 60 από τους 300 βουλευτές, και με παρόντες κανονικούς ανθρώπους που αυτούς τους μήνες μάς βοήθησαν να βγάλουμε την αναγκαστική μας καραντίνα: νοσηλευτές, νοσηλεύτριες, ιατρούς, εθελοντές που στρατεύτηκαν σε Μονάδες Εντατικής, καθαριστές, καθαρίστριες, υπαλλήλους υπεραγορών που απολύμαναν και φόρτωναν τα ράφια, που έκαναν ντελίβερι μαζί με εκείνους άλλων επιχειρήσεων εστίασης, καλλιτέχνες που βοήθησαν να μην αποκοπούμε από την τέχνη και τον πολιτισμό.
Εχει αγωνία και δυσκολίες η Δημοκρατία μας. Αλλά στον κήπο του σπιτιού της θα είναι ενωμένο, ένα όμορφο κομμάτι της. Στο κιόσκι, δεν ξέρω…