Θυμάμαι τις γιαγιάδες μου τη δεκαετία του ’90. Η τηλεόραση έπαιζε από νωρίς ενώ εκείνες αλώνιζαν το σπίτι σε μια ασταμάτητη κούρσα οικοκυρικής. Μόνο για δύο πράγματα άφηναν τη δουλειά τους και καθηλώνονταν μπροστά στην οθόνη. Η μία ήταν οι σειρές του Νίκου Φώσκολου και η άλλη, η Βέφα Αλεξιάδου.
Παρακολουθούσαν με χαρτί και μολύβι στο χέρι, σημειώνοντας ευλαβικά μαγειρικά δεδομένα σαν μαθήτριες στην τάξη. Σου έλεγαν να μη μιλάς γιατί δεν άκουγαν την περιγραφή, ενθουσιάζονταν με τον τρόπο που οι τροφές έμπαιναν στο πιάτο, έχοντας παντελή άγνοια από foοd styling, και περίμεναν τη στιγμή που θα πέσει η καρτέλα με τα υλικά, για να καταγράψουν τα πάντα. Αν δεν προλάβαιναν, έπαιρναν τις φίλες τους με την ελπίδα ότι κάποια θα ήταν αρκετά γρήγορη ώστε να τα έχει σημειώσει όλα. Και αν καμία δεν είχε ολοκληρωμένη τη συνταγή, έπαιρναν τηλέφωνο στο κανάλι να παραπονεθούν που τα υλικά μένουν λίγη ώρα στην οθόνη και δεν προλαβαίνει κανείς να τα γράψει.
Για εκείνη τη γενιά τηλεθεατών, η τηλεοπτική μαγειρική ήταν ένα μικρό θαύμα. Και τα μπλοκάκια με συνταγές από τους τηλεμάγειρες των τότε εκπομπών στοιβάζονταν στα ράφια των σπιτιών, δίπλα στους Τσελεμεντέδες. Η Βέφα Αλεξιάδου έστησε τον χορό σε αυτό το στρωμένο με κατσαρόλες και τηγάνια σε πλατό, μονοπάτι. Το παρουσιαστικό της θύμιζε στις κυρίες που στήνονταν μπροστά στο γυαλί για να τη δουν, τον εαυτό τους στην καλύτερη εκδοχή του. Ηταν μια αντανάκλαση της μαγείρισσας που ήθελαν να είναι, εκείνη που έχει την ικανότητα να στρώνει τραπέζια που αφήνουν το αποτύπωμα τους στη μνήμη συγγενών και φίλων.
Σήμερα, τίποτα δεν θυμίζει εκείνη τη μακρινή εποχή της τηλεμαγειρικής, όπου μετρημένοι στα δάχτυλα μάγειρες και μαγείρισσες έκαναν τις νοικοκυρές να σημειώνουν συνταγές τις οποίες όντως μαγείρευαν. Τώρα η μαγειρική έχει κατακλύσει τις οθόνες δημιουργώντας ένα συνονθύλευμα που, και να θες, αδυνατείς να παρακολουθήσεις και να εκτελέσεις. Καταναλώνεις μαγειρικό θέαμα χωρίς να το γεύεσαι και μαγειρεύεις αυτό που προλαβαίνεις και που αντέχει η τσέπη σου.
Δεν υπάρχουν πια εθνικές μαγείρισσες όπως η εκλιπούσα Βέφα Αλεξιάδου. Ο χρόνος απομυθοποίησε την άλλοτε μαγειρική τηλεπαντοδυναμία της, αλλά σίγουρα θα μείνει στο πάνθεον ως ένα ιστορικό πρόσωπο της οθόνης, όπως είπε και ο σεφ Ηλίας Μαμαλάκης μιλώντας για αυτήν. Είναι η πρώτη που έδωσε τη σκυτάλη, τις κουτάλες και τα ταψιά της, στους νεότερους των πλατό.
Η ίδια ήταν ενεργή μέχρι το τέλος στον ρόλο με τον οποίο συστήθηκε στο κοινό και έβλεπες σε αυτήν μια σχεδόν εμμονική προσπάθεια στο να μη χάσει αυτή την ταυτότητά της. Οι εξελίξεις, βεβαίως, την είχαν ξεπεράσει προ πολλού και ο τίτλος «εθνική μαγείρισσα» που της είχε δοθεί, μύριζε ναφθαλίνη. Η μαγειρική της, όσο κι αν επέμενε η ίδια ότι είναι πρώτης κατηγορίας, περιέπεσε σταδιακά στο επίπεδο μιας μαγείρισσας που είχε την ικανότητα να φτιάχνει το τραπέζι λίγο καλύτερααπό εκείνες που με προσήλωση την παρακολουθούσαν. Και επενδύοντας σε αυτό που η χρυσή εποχή της τηλεόρασης στην οποία εμφανίστηκε της έδωσε, κατάφερε να δημιουργήσει μια μικρή επιχείρηση με το όνομα της μπροστάρη.
Δεν ήταν δύσκολο να την ξεπεράσουν οι νεότεροι, πολλοί εκ των όποιων σεφ με πτυχία και ταλέντο, που με τις συνταγές τους θα κάνουν το τραπέζι σου να κερδίσει όντως αστέρι Μισελέν, αν το θέλεις. Αλλά, είπαμε, δεν το θέλεις. Τους χαζεύεις απλώς και στο τσακίρ κέφι φτιάχνεις και κάνα πιάτο τους, τίποτα εύκολο και γρήγορο, που να μπορεί να σφηνώσει μέσα στα οκτάωρα εργασίας και λοιπών υποχρεώσεών σου.
Το βράδυ σκρολάρεις στα κοινωνικά δίκτυα για να συναντήσεις κι άλλους επίδοξους σεφ της διπλανής πόρτας, οι οποίοι θέλουν επίσης να σου δώσουν λίγο ακόμα μαγειρικό σόου και ενδιάμεσα παρακολουθείς άλλους τόσους να διεκδικούν τίτλους και έπαθλα σε μαγειρικούς διαγωνισμούς. Είναι τόσο πολλοί, που μπουκώνεις και που τους βλέπεις. Στο τέλος, αποκοιμιέσαι κάτω από τόνους υλικών και τροφών που ανεβοκατεβαίνουν στους διαδικτυακούς τοίχους σου, έχοντας γύρω σου άδεια πακέτα ντελίβερι.
Είδες όμως μια ωραία συνταγή και υποσχέθηκες στον εαυτό σου να τη φτιάξεις. Αν τη θυμάσαι ως την επόμενη μέρα κι αν δεν βαρεθείς πάλι και καταλήξεις σε πίτσες και σουβλάκια. Η γιαγιά σου σε βλέπει από ψηλά και σε καταριέται, μαζί με τη λατρεμένη της Βέφα. Η γενιά σου την είχε αποκαθηλώσει από τον θρόνο της, αλλά τα μισά τραπέζια των παιδικών χρόνων σου ήταν στρωμένα με τις συνταγές της.