Η Αθήνα σήμερα σέρνεται στους δρόμους της. Πνίγεται μέσα σε ένα μεταλλικό ποτάμι που πλημμυρίζει τις λεωφόρους της. Και πάνω από τις λαμαρίνες των αυτοκινήτων οι κεραίες των ραδιοφώνων μαζεύουν θυμωμένες φωνές ραδιοφωνικών παραγωγών και νότες από τα ίδια και τα ίδια τραγούδια.
Οι περισσότεροι από τους οδηγούς και από εκείνους που ξεκίνησαν με τα πόδια για τη δουλειά, δεν ξέρουν για ποιον ακριβώς λόγο συμβαίνει αυτό. Γνωρίζουν, ασφαλώς, ότι γίνεται απεργία της ΓΣΕΕ. Τα πράγματα δεν πάνε καλά και γίνεται απεργία. Δεν γνωρίζουν τα αιτήματα. Όμως πότε ήταν η τελευταία φορά που μία απεργία, αυτού του είδους, βελτίωσε τη θέση των εργαζομένων; Αν συνέβαινε αυτό, τότε στην πατρίδα μας θα είχαμε αν όχι τους πιο καλοπληρωμένους, σίγουρα εκείνους με τη μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ.
Κακά τα ψέματα, ο ιδιωτικός τομέας απεργεί και συμμετέχουν μόνο εκείνοι που δεν κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους. Ο απλός εργάτης, ο πωλητής στο εμπορικό κατάστημα, ο υπάλληλος γραφείου, ο κούριερ δεν γνωρίζουν τι σημαίνει να απεργείς. Η μη συμμετοχή τους στην απεργία υπογραμμίζει εμφατικά και την ήττα τους. Ταλαιπωρούνται, βασανίζονται, από μία ομάδα εργαζομένων που έχει στους κόλπους της εκατοντάδες ρουσφέτια και καθοδηγείται από μία ιδεοληπτική συνδικαλιστική ηγεσία.
Περίπου το ίδιο ισχύει και για τους εργαζόμενους στον Τύπο. Έχει κανένα αποτέλεσμα η απεργιακή κινητοποίηση της ΕΣΗΕΑ; Αν θέλαμε να πιέσουμε τους εκδότες για τα εργασιακά και τα ασφαλιστικά μας, δεν θα κόβαμε τα φύλλα μίας αδιάφορης Τετάρτης κάνοντας χάρη στους εκδότες, αλλά της Κυριακής. Όμως τα κυριακάτικα πληρώνουν τους μισθούς, ποιος τολμάει να μην τα στείλει στο περίπτερο; Κάνουμε, λοιπόν, απεργία στην ενημέρωση με τα ραδιόφωνα να παίζουν μουσική και τα site, από τα οποία κυρίως ενημερώνεται ο κόσμος, να δουλεύουν κανονικά. Κοροϊδευόμαστε.
Δεν γίνεται αλλιώς, θα πείτε. Κάπως πρέπει να αντιδράσει ο εργαζόμενος και η απεργία είναι το βασικό μέσο. Εντάξει, απλώς αυτό δεν είναι αντίδραση. Είναι αυτομαστίγωμα. Είναι αδιέξοδο. Και όχι, δεν ευθύνεται η έλλειψη ενός «ρωμαλέου» συνδικαλιστικού κινήματος, ούτε η αναχρονιστική έκπτωση της συνδικαλιστικής ηγεσίας. Είναι που η πραγματικότητα έχει, εδώ και καιρό, ξεπεράσει έννοιες, σύμβολα, ιδέες και προθέσεις.