Την Παρασκευή συμπληρώθηκαν 15 μέρες από τότε που επέστρεψα από την Κύπρο –14 από τη στιγμή που το τεστ για κορονοϊό έδειξε αρνητικό και μου είπαν να κλειστώ αυστηρά στο σπίτι για δύο εβδομάδες. Τήρησα με ευλάβεια την οδηγία, βοηθούμενος και από το γεγονός ότι τέσσερις φορές με έλεγξαν τηλεφωνικά, στο σπίτι, που πάει να πει πως δουλεύει το σύστημα. Χάρηκα για αυτό…
Την Παρασκευή, δειλά δειλά, βγήκα από το σπίτι για να κάνω έναν περίπατο. Μέχρι τότε, βολευόμουν με ατέλειωτους κύκλους στη βεράντα και, λίγο πιο τολμηρά, με μεγαλύτερους κύκλους στην πυλωτή της πολυκατοικίας. Μόλις ξεμύτισα όμως από τα όριά μου και βγήκα στον δρόμο, έπιασε δυνατή βροχή που κράτησε πάνω από μία ώρα. Ωσπου να σταματήσει, σκοτείνιασε. Οπότε βολεύτηκα πάλι στην καραντίνα και στη βεράντα μου.
Το Σάββατο, όμως, χαρά Θεού έξω. Είχα και από μέρες κλείσει το ραντεβού μου με τον κουρέα μου τον Παύλο στην Κηφισιά και έφτασα εκεί με μεγάλο ενθουσιασμό. Με τις μάσκες μας και οι δύο, ανταλλάξαμε τα νέα της απομόνωσης και πιάσαμε συζήτηση αρχικά για τα «χρήσιμα και αχρείαστα» μέτρα και εν συνεχεία για τις πολλές πληροφορίες που είτε μας αποπροσανατόλισαν είτε μας μπέρδεψαν.
Επειτα, πήγα στο ΑΤΜ. Και εκεί για πρώτη φορά ύστερα από δυόμισι μήνες. Μια χαρά έζησα και χωρίς αυτό. Εκανα και οικονομίες για πρώτη φορά στη ζωή μου – εγώ, ο αθεράπευτα σπάταλος.
Στη Λεβίδου, ένας πλανώδιος μουσικός έπαιζε και τραγουδούσε τον Κεμάλ του Χατζιδάκι. «Νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί, με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»…
Οπου κι αν έστρεφα το βλέμμα, δίπλα μου, γύρω και αλλού, έβλεπα μικρές ή λίγο πιο μεγάλες ουρές να σχηματίζονται, όχι πάντως με περισσότερα από 7-8 άτομα. Στις καφετέριες εκεί κοντά, στο αγαπημένο μου κατάστημα ξηρών καρπών (όπου η ουρά για καφέ στο πόδι ήταν ακόμα μεγαλύτερη) και στα φαρμακεία. Ο περισσότερος κόσμος απλώς περπατούσε.
Τα πιο πολλά εμπορικά καταστήματα ήταν σχεδόν άδεια. Μου το ‘πε κι ο Παύλος, που τις πρώτες περίπου 10 μέρες της χαλάρωσης, περιποιήθηκε πολλά κεφάλια, αλλά από τότε λίγα πράγματα. Ο κόσμος είναι ακόμα φοβισμένος, μου είπε. Ή και συνήθισε τον εγκλεισμό. Είδε και βίωσε μια άλλη ζωή και μάλλον θέλει περισσότερο χρόνο απ’ όσο νομίζαμε για να πάρει πάλι μπρος.
Ευτυχώς στον «Σπόρο», το αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο, η κίνηση ήταν ενθαρρυντική. Μου άρεσε πολύ το γεγονός ότι χρειάστηκε να περιμένω, έστω και σε μια μικρή ουρά τεσσάρων ανθρώπων απέξω, για να μπω σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Πήρα «Τα έξυπνα τα λόγια τα μεγάλα» του φίλου μου του Πάσχου Μανδραβέλη, που είναι μια πιο ψαγμένη έκδοση του προηγούμενου «Είπαν…», με χρήσιμες Σκέψεις της Ημέρας. Οπως αυτή η επίκαιρη, του Μαρκ Τουέιν: «Να είστε προσεκτικοί όταν διαβάζετε ιατρικά βιβλία. Μπορεί να πεθάνετε από τυπογραφικό λάθος».
Οσο περνούσε όμως η ώρα, μεγάλωνε η κίνηση σε καφετέριες, κρεπερί, παγωτατζίδικα, σουβλατζίδικα. Ο συνωστισμός άρχισε να με τρομάζει. Οι περισσότεροι που έμπαιναν μέσα στα μαγαζιά δεν φορούσαν μάσκα και έπρεπε να τους πουν να τηρούν απόσταση για να το κάνουν.
Ηπια τον καφέ μου στο ξέφωτο του αγαπημένου μου ιταλικού, όπου έχει ένα σιντριβανάκι-μουσική και μερικά σπουργίτια σεκόντο. Εκεί, τηρούνται οι αποστάσεις μεταξύ ανθρώπων και τραπεζιών, οι σερβιτόροι με τις πλαστικές μάσκες που δεν κρύβουν το χαμόγελο. Να! Αυτές οι μικρές γωνιές, που έχουν αισθητική και καλοσύνη, σε αναπαύουν.
Από τον υπαίθριο ανθοπώλη μου, πήρα ένα μάτσο τουλίπες, που δεν δέχτηκε να τις πληρωθεί. Είπε ότι σε όλους τους τακτικούς πελάτες του, τα πρώτα λουλούδια είναι κερασμένα.
Στο μικρό σουπερμάρκετ της γειτονιάς μου, στον Κοκκιναρά, η τελευταία μου στάση. Εκεί, μια κυρία γύρω στα 60-65 αγόρευε μονάχη της στη μικρή ουρά του ταμείου. Αποκαλούσε «απάτη» τον Τσιόδρα, έλεγε ότι αρνείται να φορέσει μάσκα, ότι όλο αυτό με τον κορονοϊό είναι κατασκευασμένο για να μας βάλουν τσιπάκι και να μας παρακολουθούν. Μας πληροφόρησε ότι βλέπει (ή ακούει;) μόνο τον Τράγκα, και ότι όσοι εμβολιαστούν θα γίνουν φυτά.
Ε, εσείς δεν έχετε ανάγκη, της είπα, και με ευχαρίστησε για το κομπλιμάν!
Ο σπόρος (ο κακός, όχι το βιβλιοπωλείο μου) όμως που έριξε φύτρωσε. Αρχισαν διάφοροι να συζητούν τις θεωρίες της, οι περισσότεροι απαξιωτικά, δυο-τρεις όμως υπέρ. Είπα να φύγω.
Ζαλίστηκα. Κουράστηκα. Μελαγχόλησα. Θέλω να ξαναγυρίσω στην καραντίνα μου. Παλιά, μου άρεσε να χαζεύω τα ράφια στο σουπερμάρκετ, να γεμίζω το καρότσι μου, να σπαταλώ τον χρόνο. Πλέον, ή τουλάχιστον αυτή τη χρονική στιγμή και για όσο θα βρισκόμαστε στην… ανάνηψη, προτιμώ να μου τα φέρνει στο σπίτι κάποιος που φοράει μάσκα και γάντια, που σου λέει μια καλή κουβέντα και φεύγει δίχως να σε μολύνει με ιστορίες για αγρίους. Δεν τις χρειάζομαι πια, είναι τοξικές.
Και είμαι ακόμη γεμάτος από την ησυχία μέσα και έξω. Θα βγαίνω για να πηγαίνω εκεί όπου η ίδια η ζωή έχει κάνει για μένα την απολύμανση που μου αρέσει και με προστατεύει. Εκεί όπου, όπως στον «Σπόρο», είναι απειροελάχιστες οι πιθανότητες να σταθείς στη μικρή ουρά του ταμείου με ανεμβολίαστους. Ή σε κάποιο σινεμά, όπου το σκοτάδι και ο ήχος κρύβουν στην αίθουσα τα ανεπιθύμητα πρόσωπα και σκεπάζουν τις σαχλαμάρες τους!
ΥΓ. Αν είναι, για τον καφέ μου στο αίθριο, το βιβλιοπωλείο μου στην ανηφόρα, το σινεμά απέναντι, τους ξηρούς καρπούς στη γωνία, και τον Παύλο για τα μαλλιά, θα στέλνω SMS στον Χαρδαλιά και είμαι σίγουρος ότι θα με αφήνει κατ’ εξαίρεση!