Τον λένε Ζαχίρ και την προηγούμενη βδομάδα κέρδισε μια ποδιά μαγειρεύοντας για τους κριτές του «Master Chef» ψαρονέφρι με γλυκόξινη σάλτσα και πουρέ γλυκοπατάτας. Πριν όμως απ’ αυτό, και καθώς τον βλέπαμε να ετοιμάζει το πιάτο του, τον ακούσαμε να λέει με τη σπασμένη φωνή του ανθρώπου που έχει βασανιστεί πολύ, ότι γεννήθηκε στο Αφγανιστάν και ότι βρέθηκε στην Ελλάδα ως ασυνόδευτο ανήλικο, προκειμένου να γλιτώσει απ’ την κτηνωδία του πολέμου στη χώρα του.
Μάθαμε ότι έζησε σε κέντρο συγκέντρωσης προσφύγων κάτω από άθλιες συνθήκες και ότι κάποια στιγμή στη ζωή του δούλευε το πρωί, μετά πήγαινε σε νυχτερινό σχολείο και το βράδυ κοιμόταν σε ένα παγκάκι. Μας είπε επίσης ότι ένας εργοδότης στην Ελλάδα δεν τον προσέλαβε επειδή είναι Αφγανός, θεωρώντας τον αυτόματα και εγκληματία, ότι η αδελφή του πέθανε στον πόλεμο, ότι έχει να δει τη μάνα του είκοσι χρόνια και ότι έχει όνειρα αλλά δεν έχει φτερά να πετάξει. Και μέχρι να φτάσει η στιγμή να δοκιμάσουν οι κριτές το ψαρονέφρι του, είχαμε κλάψει δεκαπέντε φορές ακούγοντας τον.
Ο 32χρονος Φρανσίσκο Περέιρα απ’ τη Μοζαμβίκη είχε μια πιο ευχάριστη ιστορία να διηγηθεί, όση ώρα έστηνε στο πιάτο ένα μπέργκερ με ανανά, στο επεισόδιο αυτής της βδομάδας. Είπε ότι ήταν υπότροφος του Πολεμικού Ναυτικού αλλά το όνειρό του είναι να δουλέψει σε επαγγελματική κουζίνα. Και ότι η κρίση τον έφερε μόνιμα από τη Μοζαμβίκη στην Ελλάδα. Η κρίση, και η Ελληνίδα γυναίκα του, η Φαίη, με την οποία έχουν μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Και κάπως έτσι, ένα ριάλιτι μαγειρικής καταφέρνει να περνάει δυνατά αντιρατσιστικά μηνύματα στον τηλεθεατή. Ο Φρανσίσκο απ’ τη Μοζαμβίκη, ένας άνδρας της διπλανής μας πόρτας που μεγαλώνει τα παιδιά του και κυνηγά το όνειρό του εδώ, όπως εμείς. Αλλά και ο Ζαχίρ απ’ το Αφγανιστάν, που παλεύει να βάλει φτερά στο δικό του όνειρο. Και που μας έκανε να νιώσουμε, καθώς χαζεύαμε αποχαυνωμένοι την οθόνη κρέατα και σάλτσες, τη δεινή θέση των προσφύγων πολέμου. Μας έκανε να δούμε μέσα στα μάτια του τη φρίκη του πολέμου, τη βίαιη απώλεια της αθωότητας και την πάλη για επιβίωση, του σαρκίου αλλά και του ονείρου. Και ταρακούνησε, μαζί με τις συγκινησιακές χορδές, και τη συνείδηση μας.
Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι το δράμα πουλάει και ότι μια παραγωγή το εντάσσει επίτηδες στο πρόγραμμα γι’ αυτό τον λόγο. Βεβαίως, θα ήταν χαζό να πούμε το αντίθετο. Και επίτηδες γίνεται, και επενδύεται και σκηνοθετικά με δραματική ατμόσφαιρα, ώστε να μας φορτίσει περισσότερο. Αν είναι όμως να περνάνε τέτοια μηνύματα μέσα απ’ αυτό, χαλάλι, ας το κάνουν και επίτηδες.
Αν είναι να βλέπει ο ξενοφοβικός τηλεθεατής τον Ζαχίρ στην οθόνη του και κάπως να συγκινείται, κάπως να μαλακώνει, κάτι ν’ αλλάζει μέσα του και στη συμπεριφορά του, χίλιες φορές χαλάλι. Αν είναι να βλέπει τον Φρανσίσκο και την ωραία ιστορία που κουβαλάει το μπέργκερ του, και να νιώθει λίγο πιο οικείους τους μετανάστες γείτονές του, να ταυτίζεται λίγο περισσότερο μαζί τους και να μην βγάζει ρατσιστικούς λόγους μίσους στην παρέα του στο καφενείο, χαλάλι και πάλι χαλάλι.
Και ναι, πιστεύω ότι υπάρχουν πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο. Γιατί η δύναμη της τηλεόρασης είναι μεγάλη. Και συμβαίνουν απίθανα πράγματα όταν τη χρησιμοποιούμε σωστά.
ΥΓ. Κάποιοι είπαν ότι δεν ήταν δίκαιο που άφησαν τον Ζαχίρ να μιλάει περισσότερη ώρα σε σχέση με τους άλλους διαγωνιζόμενους, που είχαν μόνο πέντε λεπτά στη διάθεσή τους να παρουσιάσουν στους κριτές τον εαυτό και το πιάτο τους. Δεν πειράζει. Οι κανόνες των τηλεοπτικών ριάλιτι έχουν σπάσει για γελοίους λόγους. Τουλάχιστον τώρα έσπασαν για κάτι που άξιζε να παρακολουθήσουμε.