Το πλοίο θα έφευγε αργά το απόγευμα. Η πτήση επιστροφής ήταν αρκετά νωρίτερα και δεν εξυπηρετούσε.
Μερικές ώρες ακόμα στην Πάρο. Τέλη Ιανουαρίου. Κρύα, αλλά ηλιόλουστη μέρα.
«Ωραία, πάμε να φάμε ένα ψάρι κάπου στη θάλασσα;» πρότεινε στον συνεργάτη του στο νησί.
«Αν το ήξερα, θα έλεγα στη γυναίκα μου να μας ετοιμάσει κάτι», του απαντά εκείνος.
«Γιατί;» απορεί.
«Μα, είναι κλειστά…».
Οι επιλογές ήταν τρεις: ένα ψητοπωλείο, ένα ιταλικό εστιατόριο και ένα καφέ που έφτιαχνε και σαλάτες.
Προφανώς και τέλη Ιανουαρίου δεν θα περίμενε κανείς το εύρος των επιλογών εστίασης που προσφέρει το καλοκαίρι η Πάρος. Ενδεικτικά αναφέρεται η Πάρος, ως παράδειγμα ενός νησιού που δεν είναι άγονη γραμμή, αντίθετα έχει τακτική επικοινωνία καθημερινά από αέρος και θαλάσσης με την Αθήνα και διατηρεί καθημερινότητα και δραστηριότητα και τον χειμώνα.
«Φέτος ήταν μια χρονιά που και τον χειμώνα δεν είμαστε μόνοι», λέει κάτοικος της Πάρου. Αυτή τη φορά δεν ήταν οι ξένοι ή όσοι επέλεξαν να έρθουν στο νησί κατά τη διετία της πανδημίας, δουλεύοντας εξ αποστάσεως. Η Πάρος σφύζει από εργοτάξια. Υπάρχει μια ανοικοδόμηση άνευ προηγουμένου, μια και το νησί των Κυκλάδων είναι το νέο «εύρημα» για επενδυτές σε ιδιωτικά ή ξενοδοχειακά ακίνητα και σε τουριστικές δραστηριότητες εν γένει. Παλιά καφενεία και εστιατόρια αλλάζουν χέρια, ξενοδοχεία χτίζονται, άλλα μισθώνονται και ανακαινίζονται.
Όλα αυτά συνεπάγονται περισσότερο κόσμο στο νησί που εμπλέκεται στις εργασίες. Μηχανικοί, εργάτες. «Στον περιφερειακό της Παροικιάς, το μεσημέρι, τα τρία μαγειρία έχουν ουρά για να δώσουν τις παραγγελίες με το φαγητό», λέει η ίδια κάτοικος. Ωστόσο, η παρουσία όλων αυτών δεν ήταν επαρκής αφορμή για να λειτουργήσουν έστω μερικά εστιατόρια. «Αυτά που είναι ανοιχτά σε όλη την Πάρο είναι μετρημένα στα δάχτυλα. Κάθε χρόνο το πάμε από παρέλαση, σε παρέλαση», σημειώνει.
Με αυτό εννοεί ότι σχεδόν όλα τα εστιατόρια έκλεισαν, μαζί με τα ξενοδοχεία, το τριήμερο της 28ης Οκτωβρίου. Και αντίστοιχα, η ημερομηνία εκκίνησης είναι από την παρέλαση της 25ης Μαρτίου και μετά.
Ως ένα σημείο, αυτό είναι κατανοητό.
Από την άλλη, η Πάρος δεν είναι Σύρος, που η Χώρα της είναι «ζωντανή» και λειτουργική ώστε να συντηρεί τον εμπορικό κόσμο και τον χειμώνα, ως έναν βαθμό.
Για κάποιους η ένταση της σεζόν είναι τέτοια που χρειάζονται την παύση. Την ξεκούραση για ένα διάστημα. Ακόμα και το προσωπικό δεν αντέχει. Όχι εκείνοι που πρέπει να επιστρέψουν στην Αθήνα για να εργαστούν τον χειμώνα σε μαγαζιά της πρωτεύουσας. Ή εκείνοι που θέλουν μόνο να συμπληρώνουν τα απαραίτητα ένσημα για να καλυφθούν από το Ταμείο Ανεργίας. Ακόμα και αν η δουλειά θα μπορούσε να συνεχίσει. Όχι βέβαια με τους ίδιους ρυθμούς. Με πιο ήπιους. Αλλά οικονομικά βιώσιμους; Και εκεί είναι το «κλειδί»: αν είναι θέμα «ταμείου» το ότι τα μαγαζιά κλείνουν ή ειλημμένης και πάγιας απόφασης.
Όμως την Κυριακή 30 Οκτωβρίου στην Πάρο, τα φώτα από τα μαγαζιά «έκλεισαν». Ακόμα και αν τα πλοία και τα αεροπλάνα είχαν φέρει κόσμο που ήθελε να απολαύσει τις τελευταίες μέρες του φθινοπώρου σε ένα κυκλαδίτικο νησί. Ακόμα και αν υπήρχαν και ξένοι επισκέπτες ή ιδιοκτήτες κατοικιών που ήθελαν να χαρούν τα σπίτια τους σε μια εποχή που το νησί δεν «πάλλεται» από τον κόσμο.
Τα «πηγαδάκια» το τριήμερο της 28ης Οκτωβρίου στα καφενεία ήταν κυρίως ντόπιοι, οι οποίοι είχαν πια τον χρόνο να βρεθούν και να τα πουν, μετά από ένα καλοκαίρι με πολύ κόσμο και αντίστοιχα έσοδα. Τα σχέδια για ταξίδια του χειμώνα καταστρώνονταν: Αργεντινή, Ταϊλάνδη, Μπαλί. Μέρη εξωτικά, ζεστά, για να αντισταθμίσουν τις θερινές διακοπές που έχασαν.
Σε ένα άλλο νησί των Κυκλάδων, από τα δημοφιλέστερα, ζητήθηκε από τη δασκάλα του Δημοτικού να κάνει τη γιορτή των Χριστουγέννων δέκα μέρες νωρίτερα. Ο λόγος; Τα παιδάκια θα έφευγαν ταξίδι και «όταν θα επέστρεφαν θα ήταν μαύρα» (!)
«Οι Ιρλανδοί που πέρυσι είχαν έρθει για μήνες από τον Μάρτιο, φέτος νοίκιασαν το σπίτι από τον Απρίλιο και μετά, γιατί νωρίτερα είναι τα περισσότερα μέρη κλειστά», λέει ιδιοκτήτης κατοικίας που τη διαθέτει σε γραφείο εκμίσθωσης.
Μα δεν υπάρχει τοπική κοινωνία που να θέλει να κινηθεί; «Για να υπάρχει τοπική κοινωνία, θα πρέπει να υπάρχουν και σπίτια διαθέσιμα», εξηγεί. «Ένα νέο ζευγάρι δεν μπορεί εύκολα να πάρει την απόφαση να ζήσει στην Πάρο. Τα περισσότερα σπίτια που έχουν ανακαινιστεί έχουν γίνει Airbnb και όσα είναι διαθέσιμα έχουν παλιές υποδομές και κουφώματα που μπάζουν».
Η Πάρος είναι απλά ένα «μοντέλο» τόπου και προορισμού, με σχετική αυτάρκεια και έντονη ζήτηση. Και στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι ρεαλιστικό, ούτε ζητούμενο να είναι «ανοιχτή» όλο τον χρόνο με την ίδια ευρύτητα και ένταση. Εξάλλου στη Μύκονο είναι πολύ πιο έντονη η διαφορά μεταξύ του χειμώνα και του καλοκαιριού. Και στη Σαντορίνη, η οποία κατ’ εξαίρεση αποτελεί έναν εμβληματικό προορισμό, με περίοδο που εκτείνεται από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο – χάρη στους Ασιάτες και πυκνές ανταποκρίσεις καθημερινά – οι Ασιάτες (Ινδοί, Κορεάτες) ήταν εκείνοι που χάρισαν «ζωή» στην Οία και στα Φηρά, διατηρώντας λίγα εστιατόρια ανοικτά τις τρεις εβδομάδες των Χριστουγέννων που πέρασαν.
Τι γίνεται όμως όταν ακόμα και μια πιο διευρυμένη τοπική κοινωνία, με ζωή και καθημερινότητα, παύει να είναι το κίνητρο για να μένει μια επιχείρηση ανοιχτή; Όταν η εξωστρέφεια και η τουριστική ανάπτυξη λειτουργούν ως αντικίνητρο; Όταν τον κάτοικο υπερκεράζει το εισερχόμενο κύμα επισκεπτών; Και πλέον μια «καλή σεζόν» είναι αρκετή για να καλύψει τα έσοδα της χρονιάς, με αποτέλεσμα ο χειμώνας στην Περιφέρεια να περνά με κλειστά μαγαζιά, χωρίς λειτουργικά και εργοδοτικά κόστη; Ακόμα και αν το «στέκι» λείψει από τους λιγότερους (αριθμητικά) ντόπιους.
Όμως αυτοί ήταν που το έκαναν «στέκι» εξ αρχής. Αυτοί του έδωσαν ταυτότητα και αποτέλεσαν την αφορμή για να το αναζητήσει ο ξένος επισκέπτης. Ο οποίος θέλει να «μυηθεί» στη ζωή του τόπου.
«Φέτος, για πρώτη χρονιά, υπήρξαν μαγαζιά που έκλεισαν τρεις μήνες», λέει κάτοικος παραθαλάσσιας πόλης στην ηπειρωτική χώρα. Από την προηγούμενη χρονιά, ωστόσο, το κοντινό αεροδρόμιο, υπό νέα διαχείριση, έχει συνδέσει τον προορισμό με 20 πόλεις της Ευρώπης. Κυρίως charter τους μήνες από Απρίλιο έως Οκτώβριο.
Εδώ είναι ένα «καμπανάκι» που θα πρέπει να χτυπήσει. Πώς ένας τόπος – που δεν ήταν – γίνεται «εποχικός», εξαιτίας του τουριστικού «κύματος».
Πώς από «ζωή» γίνεται «ετικέτα» στο Instagram και προϊόν με ημερομηνία.
Και αυτό το «καμπανάκι» θα πρέπει πρώτα να το ακούσει η τοπική αρχή, ο Δήμος, η Περιφέρεια. Και στη συνέχεια, οι φορείς και η Πολιτεία. Και να δείξουν τα αντανακλαστικά που χρειάζονται. Είτε σε ό,τι αφορά στα λειτουργικά και εργοδοτικά κόστη, είτε στην καλλιέργεια ενός αξιακού κώδικα και ενός οράματος για το τι σημαίνει βιώσιμος τουρισμός.
Και πώς το «άνοιγμα» στον τουρισμό δεν θα σημαίνει «κλείσιμο» στον τόπο.