Εδώ και πολλά χρόνια η πολιτική ορθότητα επέβαλε ένα διευρυμένο πλαίσιο αντίληψης του τι είναι κανονικό και τι όχι. Ο όρος «φυσιολογικό» δαιμονοποιήθηκε καθώς η κοινωνία μας επέκτεινε τα όρια της ανοχής της. Εξ ου και κάποια απ’ όσα θεωρούνταν παλαιότερα παρά φύσιν, σήμερα αντιμετωπίζονται ως κατά φύσιν. Το «πρέπει» έγινε κόκκινο πανί της ψυχανάλυσης που θέλησε να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα της παλαιότερης καταπίεσης. Κι έτσι το πλαίσιο χαλάρωσε ώστε να χωρά σχεδόν τα πάντα, το ίδιο και το αντίθετό του.
Αν όμως σε κοινωνικό επίπεδο τα παραπάνω σηματοδοτούν με κάποιον τρόπο την εξέλιξη της κοινωνίας, σε πολιτικό επίπεδο τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Ενας υπουργός βγαίνει και κατηγορεί τον συνάδελφο του ότι στην πραγματικότητα χρημάτισε βουλευτές γειτονικής χώρας και αυτό μοιάζει απλώς ένα ακόμα επεισόδιο στο σίριαλ της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Ο Πρωθυπουργός φέρεται πως «έβλεπε τα τρένα με τις κατηγορίες περί εκατομμυρίων να περνούν» στο τραπέζι του Υπουργικού Συμβουλίου και σιωπούσε.
Γίνονται δημόσιες αναφορές για μίζες και ξένους χρηματοδότες και αυτό δεν προκαλεί παρά μόνο ένα ανασήκωμα του φρυδιού ή μόνο ένα σχόλιο του στυλ «ο γνωστός Πάνος».
Αλλος υπουργός, συνιστά φυλακίσεις πολιτικών αντιπάλων για να κερδίσει η παράταξή του τις εκλογές και αντιμετωπίζεται ως απλή γραφικότητα που ξεχνιέται σε δύο ημέρες;
Σε όλο τον κόσμο αγοράζεις εισιτήριο στο μετρό με αναμονή ενός έως τρία άτομα και στην Αθήνα το δέκα θεωρείται συνηθισμένο και λογικό.
Ο μαθητής με τη ντουντούκα στο γραφείο του υπουργού χαρακτηρίζεται μόνον ως υπερβολή του «ρωμαλέου φοιτητικού κινήματος».
Ομως όλο αυτό είναι μια μεγάλη παρανόηση. Μια δηλητηριώδης στρέβλωση. Δεν είναι κανονικότητα. Συμβαίνουν αδιανόητα πράγματα, μικρά ή μεγάλα, συμβολικά ή ουσιαστικά και δεν υπάρχει καμία αντίδραση. Μόνο παθητικότητα.
Ο εθισμός μας στην αντικανονικότητα ξεχειλώνει διαρκώς τα όρια της ανοχής. Μας εξοικειώνει με το τέρας που αρχίσαμε να συνηθίζουμε και το αντιμετωπίζουμε ως τη νέα κανονικότητα.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό συμβαίνει μετά από δέκα χρόνια κρίσης.
Απογοήτευση από το πολιτικό σύστημα, από τους εαυτούς μας και συνεπακόλουθα επιφύλαξη για την όποια αλλαγή και απαισιοδοξία για το αύριο συνθέτουν το νέο σκηνικό.
Η μοιραία αποδοχή αυτής της διολίσθησης είναι βαθιά προβληματική.
Εξελισσόμαστε σε πολίτες σχεδόν μηδενικών προσδοκιών. Οσο κι αν αυτό μπορεί να εξυπηρετεί κάποιους πολιτικούς σχεδιασμούς, η κατηφόρα είναι ολισθηρή και επικίνδυνη.
Και αφού δεν είναι εύκολο να φρενάρουμε εντελώς αυτή την ξέφρενη πορεία, τουλάχιστον ας αναγνωρίσουμε την επικινδυνότητα της κατάστασης μας. Θα είναι κι αυτό ένα βήμα πιο κοντά στην επιβράδυνση, αν όχι πιο κοντά στην επιστροφή στην όποια κανονικότητα.