Απόψεις

Ανάμεσα στην «κακιά χώρα» και στον πάτο

Θα ξεσαλώσει πάλι ο λαϊκισμός; Η εκμετάλλευση της ανόθευτης έκφρασης οργής για τις ευθύνες των κυβερνώντων, με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών, φέρνει ξανά στην επιφάνεια το δίλημμα της περασμένης δεκαετίας 
Ανδρέας Στασινός

Το δράμα, ο ανθρώπινος πόνος και η καταστροφή δεν κινητοποιούν μόνο αισθήματα αλληλεγγύης, αγανάκτησης και οργής απέναντι σε όσους ευθύνονται.

Γιατί δίπλα στην ανόθευτη έκφραση, όπως αυτή των νέων παιδιών που κατέκλυσαν τις πλατείες την Τετάρτη για την τραγωδία στα Τέμπη, υπάρχουν και κάποιοι που δεν λειτουργούν καθόλου αυθόρμητα.

Αν αυτοί που έστειλαν τα παιδιά στον θάνατο είναι η «κακιά η χώρα», το ασυνείδητο και τριτοκοσμικό κράτος που είδαμε στον ΟΣΕ (και βλέπουμε καθημερινά στα νοσοκομεία και τόσες άλλες υπηρεσίες) και μαζί η ολιγωρία του υπουργείου Μεταφορών (του Καραμανλή και του Σπίρτζη), αυτοί που εκμεταλλεύονται τώρα τα νεκρά παιδιά είναι το πιο σάπιο και συνάμα πονηρό κομμάτι του πληθυσμού.

Είναι ο πάτος: που βρήκε τώρα την ευκαιρία, πατώντας πάνω σε μια τραγωδία, να επιβάλει ξανά το υπόδειγμά του με τη ρομφαία του λαϊκισμού και της δημαγωγίας.

Είναι ο τηλεοπτικός διασκεδαστής που αφουγκράζεται, τάχα, τον κόσμο αλλά λαϊκίζοντας επί δεκαετίες έχει τα λεφτά και τα σπίτια του στο εξωτερικό.

Είναι οι χρυσαυγίτες που ξαναβγήκαν από τις τρύπες τους και, όπως τότε, που στήνονταν κρεμάλες στο Σύνταγμα, ενώθηκαν, τάχα, με το λαϊκό αίσθημα για να φέρουν τους αγκυλωτούς σταυρούς.

Είναι οι ακραίοι της άλλης πλευράς που έκαψαν τους ανθρώπους στη Marfin και την Τετάρτη κατέστρεψαν (ξανά) το μνημείο.

Ολοι αυτοί κερδοσκοπούν αυτή τη στιγμή με μανία πάνω στην ανόθευτη έκφραση των νέων ανθρώπων και πάνω στον θρήνο των οικογενειών που έχασαν τα παιδιά τους. Βρήκαν ξανά την ευκαιρία.

Το μάτι τους γυαλίζει. Του παρουσιαστή για ένα ακόμα σπιτάκι στην Κυανή Ακτή, του χρυσαυγίτη για αίμα και των άλλων ακραίων για μια χώρα-μπάχαλο.

Και όλοι εμείς οι υπόλοιποι, που δεν θα ξαναμπούμε στο τρένο γιατί μπορεί να σκοτωθούμε, που κάνουμε ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα σε ράντζα στα δημόσια νοσοκομεία για να βρούμε έναν γιατρό να φροντίσει τον πατέρα μας που πεθαίνει, έχουμε τώρα μια επιλογή.

Ανάμεσα στην κακιά τη χώρα, και σε όποιον, κάπως και κάποτε, μπορεί να βελτιώσει έστω κάτι, και στην καθαρή επιλογή να παραδώσουμε ξανά τα κλειδιά στον πάτο. Αντιμετωπίζουμε, δηλαδή, το ίδιο ακριβώς δίλημμα που είχε ανακύψει πριν από 10 χρόνια.