Πιο καλή η μοναξιά και η απουσία αντιπάλων; Μετά από ενάμιση χρόνο, ο Μητσοτάκης απάντησε αρνητικά: με Ανδρουλάκη και Σαμαρά | Intimenews / CreativeProtagon
Απόψεις

Πού το πάει ο Μητσοτάκης;

Ξαφνικά, μετά από ενάμιση χρόνο μιας άνευρης δεύτερης θητείας χωρίς αντιπολίτευση -και τη φθορά που τη συνόδευσε-, ο Πρωθυπουργός ήταν για πρώτη φορά εδώ και χρόνια συγκρουσιακός. Την Τετάρτη, στη Βουλή, τα πυρά του κατευθύνθηκαν τόσο εκτός (Ανδρουλάκης) όσο κυρίως εντός (Σαμαράς). Πού στοχεύει με αυτή την αλλαγή στρατηγικής;
Αλέκος Παπαναστασίου

Υπάρχουν άνθρωποι στο Μέγαρο Μαξίμου και στην Πειραιώς που δεν θυμούνται τόσο συγκρουσιακό Μητσοτάκη στη Βουλή από την εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ έφερνε στη Βουλή τις 10 κάλπες για τη Novartis. «Θα τελειώσετε με εκλογές, με μία κάλπη και όχι δέκα», είχε πει τότε (21.02.2018) απευθυνόμενος σε Τσίπρα, Παππά, Καμμένο, Παπαγγελόπουλο, Τζανακόπουλο και όσους ακόμη έστησαν εκείνη την ιστορία.

Πέρασαν χρόνια. Ο γραφικός χαρακτήρας του Μητσοτάκη στη Βουλή κατά την πρώτη τετραετία ήταν αυτός της μετρημένης αντίδρασης στον εκτός ορίων καταγγελτικό/υβριστικό λόγο του Τσίπρα, ο οποίος συνδυαζόταν με διαδικτυακές καμπάνιες εμεσμάτων (#ΝΔ_Παιδεραστές, #Μητσοτάκη_γ@μιέσ@ι). Η γραμμή αυτή απέδωσε. Η εξαλλοσύνη του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ τρόμαξε τους πολίτες οι οποίοι, φοβούμενοι ότι αν επικρατήσει θα επιστρέφαμε στο χάος της περασμένης δεκαετίας, στήριξαν τη σταθερότητα που αντιπροσώπευε ο Μητσοτάκης στις διπλές εκλογές του 2023. Και έδειξαν στον ΣΥΡΙΖΑ τον δρόμο για το χρονοντούλαπο της Ιστορίας.

Εδώ και ενάμισι χρόνο, ωστόσο, μετά τη σαρωτική επικράτηση στις εκλογές του Ιουνίου του 2023, το σκηνικό είναι εντελώς διαφορετικό για τον Πρωθυπουργό. Το κενό που άφησε ο Τσίπρας ως αντίπαλον δέος ήταν τεράστιο. Κυρίως γιατί η πολιτική και οι εκλογές στην Ελλάδα καταλήγουν συνήθως σε μια διαδικασία επιλογής ανάμεσα σε δύο πρόσωπα. Οταν το ένα από τα δύο απουσιάζει, αυτός που βρίσκεται στην εξουσία υφίσταται τη φθορά μιας χώρας με αμέτρητα προβλήματα και αδύναμες διοικητικές δομές για την υλοποίηση πολιτικών, καθώς, πολύ συχνά, όλα αρχίζουν αλλά και τελειώνουν με τη νομοθέτηση.

Αν προσθέσει κανείς τα λάθη της κυβέρνησης, την ακρίβεια, τα χαμηλά εισοδήματα, την αποσάθρωση των υπηρεσιών του κράτους (Υγεία, Παιδεία, Μεταφορές) μετά από δεκαετίες κακοδιαχείρισης (και 10 χρόνια μνημονιακών περικοπών), το εκτός τόπου και χρόνου success story κάποιων στελεχών του Μαξίμου αλλά και την απουσία αντιπολίτευσης, δεν είναι δύσκολο να συμπεράνει τι επιτάχυνε τη φθορά.

Η σταθερότητα μετά τη νίκη της ΝΔ το 2023 θεωρήθηκε από πολλούς δεδομένη (δεν υπήρχε ο Τσίπρας με τον τοξικό του λόγο να θυμίζει ότι δεν είναι), κι έτσι ο Πρωθυπουργός βρέθηκε να έχει ως αντίπαλο το χάος των προβλημάτων μιας ανοργάνωτης χώρας η οποία βγήκε λαβωμένη —τελευταία πια στην Ευρωζώνη με βάση τα εισοδήματα— από μια δεκαετή εθνική ήττα.

«Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού» είπε κάποτε ο Μπίσμαρκ. Και στην Ελλάδα αυτό ισχύει στο πολλαπλάσιο. Οταν ένας Πρωθυπουργός είναι αντιμέτωπος, όχι με κάποιον άλλο που διεκδικεί τη θέση του, αλλά με τα ατελείωτα προβλήματα είναι σαν να συγκρίνεται με το ανέφικτο. Διότι, εκτός των άλλων, το Μαξίμου, συχνά αλλά και διαχρονικά, αποδεικνύεται ασώματος κεφαλή: από κάτω δεν υπάρχει δυτικού τύπου δημόσια διοίκηση για εφαρμογή των αποφάσεων. Γι’ αυτό και το ηλεκτρονικό κράτος (eGov), που είναι ένα δυτικού τύπου καπέλο πάνω σε ένα ανατολίτικο κράτος που δεν θέλει να αλλάξει, είναι με έναν τρόπο «η τέχνη του εφικτού».

Η περίοδος αυτή, όπου ο Μητσοτάκης βρέθηκε αντιμέτωπος με το ανέφικτο, έκλεισε με δική του πρωτοβουλία στη Βουλή την Τετάρτη (23/10). Με μια διπλή σύγκρουση που ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο;

♦ Πρώτον, διάλεξε αντίπαλο υποψήφιο πρωθυπουργό, τον Νίκο Ανδρουλάκη, το πρόσωπο με το οποίο θέλει να συγκρίνεται ενόψει των επόμενων εθνικών εκλογών, όποτε κι αν αυτές γίνουν. Του πέταξε ένα ακόμη μπαλάκι μεταρρύθμισης (ΑΣΕΠ) για να μην το ψηφίσει και να τον εκθέσει στο μεταρρυθμιστικό Κέντρο (κι εκείνος πρόθυμα δεν το ψήφισε) ενώ μπαινόβγαινε στην ολομέλεια για μην ακούει τον Νίκο Παππά και να ακούει τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Απέναντι στον οποίο ύψωσε και τους τόνους λέγοντας του «έλα με φόρα» (να με βγάλεις από το Μαξίμου) με τρόπο διόλου χαρακτηριστικό για το σκέτο και προσεκτικό ύφος με το οποίο μιλάει.

♦ Δεύτερον, ήταν εξαιρετικά επιθετικός και διόλου ευγενής απέναντι στον Νίκο Παππά (άλλο αν το πρόσωπο δεν προσφέρεται και για πολλές ευγένειες) για να συγκρουστεί έμμεσα αλλά ταυτόχρονα πολύ ανοικτά με τον Αντώνη Σαμαρά (αναλυτικά εδώ). Ηταν σαν να στήνει μια γιγαντοοθόνη στο βήμα της Βουλής και να προβάλλει τα χαριεντίσματα των δύο, Σαμαρά-Παππά, στις 4/10 σε εκδήλωση του ΕΕΑ (εδώ). Ενώ, τσιτάροντας τη φράση «Ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων» του Σάμιουελ Τζόνσον, απευθυνόταν μεν στα ακροδεξιά κόμματα της Βουλής, ωστόσο πολλοί σκέφτηκαν (και) τον Σαμαρά. Η τρίτη κίνηση στο εσωκομματικό πεδίο, ήταν μια κίνηση τακτικής: αθώωσε τον Κώστα Αλ. Καραμανλή για τη χρεοκοπία, παρότι οι κεντρώοι υποστηρικτές του Μητσοτάκη θα ορκίζονταν ότι δεν το πιστεύει.

⇒ Διαβάστε: Ο Μητσοτάκης διαχωρίζει τον Καραμανλή από τον Σαμαρά

Μετά τη Βουλή, το σκηνικό αλλάζει. Ο Μητσοτάκης έχει πλέον δύο αντιπάλους, Ανδρουλάκη και Σαμαρά, που και οι δύο θέλουν να τον ρίξουν από τη θέση του. Για τον δεύτερο, βέβαια, «δεν ξύπνησε ένα πρωί και είπε θα επιτεθώ στον Σαμαρά», όπως έλεγε την Πέμπτη στέλεχος της ΝΔ… Εκανε υπομονή μήνες, αν όχι χρόνια, απέναντι σε παρεμβάσεις του πρώην Πρωθυπουργού που έλεγαν έμμεσα αλλά σταθερά ένα και μόνο πράγμα: ότι ο ίδιος είναι πατριώτης και ο Μητσοτάκης ενδοτικός.

Τα κουκιά είναι από εδώ και εμπρός μετρημένα. Αν ο Σαμαράς ψηφίσει «όχι» στον Προϋπολογισμό τον Δεκέμβριο, ο Μητσοτάκης θα ζυγίσει αν θα τον διαγράψει. Ενώ όταν έρθει το 2025 η ώρα να προτείνει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, θα επιλέξει με ποιον από τους δύο θα συγκρουστεί. Με τον Ανδρουλάκη ή με τον Σαμαρά; Δύσκολο να υπάρξει πρόσωπο που θα αρέσει και στους δύο.

Πού το πάει, λοιπόν, ο Πρωθυπουργός; Η πιο σύντομη απάντηση είναι «εκεί από όπου άρχισε»: στους ψηφοφόρους του Κέντρου που πήρε μαζί του στη ΝΔ από το 2016 και που συνήθως κρίνουν τις εκλογές. Ο ενάμισης χρόνος του πολιτικού «πένθους» για το τέλος της υπέροχης εποχής όπου συγκρινόταν με τον Τσίπρα τελείωσε την Τετάρτη: με πρωτοβουλία αλλά και με σκηνοθεσία Μητσοτάκη.

Ο Πρωθυπουργός αντικατέστησε τον Τσίπρα με τον Ανδρουλάκη (που δεν ψηφίζει μεταρρυθμίσεις, ο κόσμος να χαλάσει), προσθέτοντας ως μπόνους τον Σαμαρά —ώστε οι Κεντρώοι να έχουν πια καθαρά, «στέρεο», την εναλλακτική στη δική του διακυβέρνηση και να σκεφτούν αν θα τους άρεσε. Αυτός είναι ο νέος καμβάς πάνω στον οποίο θα ξετυλιχτούν τα πολιτικά γεγονότα έως το επόμενο καλοκαίρι, χωρίς να αποκλείονται ακόμη και πρόωρες κάλπες.