Οπως έγραψε το Protagon, ο σερ Ιαν ΜακΚέλεν πήρε (επιτέλους) τον ρόλο του Φάλσταφ σε μια νέα σύνθεση των δύο σαιξπηρικών έργων «Ερρίκος Δ’ – Πρώτο και δεύτερο μέρος». Στα δύο αυτά έργα ο Σαίξπηρ παρουσιάζει το σταδιακό πέρασμα του πρίγκιπα Χαλ από μια ανέμελη ζωή, στον αγγλικό θρόνο ως βασιλιάς Ερρίκος Ε’ (μετά τον θάνατο του πατέρα του, του Ερρίκου Δ’).
Ο Ερρίκος Ε’ ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς βασιλιάδες του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα και ο Σαίξπηρ δίνει αυτή τη διάσταση του «πετυχημένου» βασιλιά, σε αντίθεση με όλους τους άλλους βασιλιάδες που έχει παρουσιάσει, όπως χαρακτηριστικά οι Ληρ, Ριχάρδος Γ’, Ερρίκος ΣΤ’, Ερρίκος Δ’, Ιωάννης, Ριχάρδος Β’. Όμως, ταυτόχρονα ο βάρδος έβαλε δίπλα στον πρίγκιπα Χαλ τον ξεπεσμένο ιππότη Φάλσταφ, δημιουργώντας ένα εμβληματικό είδος αντιήρωα, με κυριαρχική παρουσία από τότε στον κόσμο του θεάτρου αλλά (αργότερα) και του κινηματογράφου.
Η επιστροφή του Φάλσταφ στη σκηνή δίνει την ευκαιρία να σημειώσουμε (ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη παράσταση του ΜακΚέλεν και χωρίς να υπεισέλθουμε σε θεατρική κριτική) πως αυτός ο αμφιλεγόμενος όσο και πληθωρικός σαιξπηρικός ήρωας οδήγησε σε φαινόμενα επιλεκτικής ευαισθησίας, κατ’ αναλογία με την «οικειοποίηση ευαισθησίας» που περιγράφει ο Χρήστος Μιχαηλίδης.
Πράγματι, ενώ ο Σαίξπηρ θέλησε να αναδείξει έναν τέτοιον «πετυχημένο» βασιλιά σε αντιπαράθεση με όλους τους άλλους, οι καχύποπτοι αναλυτές της τριλογίας «Ερρίκος Δ’» (1ο και 2ο μέρος) και «Ερρίκος Ε’» δεν σκοπεύουν ακόμα και τώρα, τόσους αιώνες μετά τον θάνατό του, να του επιτρέψουν μια τέτοια παρέκκλιση από τον κανόνα.
Ενας τέτοιος βασιλιάς, εν προκειμένω ο Ερρίκος Ε’, δεν μπορεί παρά να είναι εξίσου ανισόρροπος –και κυρίως δολοφονικός– με τους άλλους, ακόμα και αν ο Χορός τον αποκαλεί «αυτό το άστρο της Αγγλίας». Θεωρούν ότι στην πραγματικότητα, μια τέτοια προσφώνηση είναι απατηλή. Η είδηση ότι ένας σαιξπηρικός μονάρχης τα κατάφερε κάπως καλύτερα σε σχέση με τους άλλους είναι fake news.
Ο παράγοντας όμως που καθιστά τον Ερρίκο Ε’ μια αιμοδιψή μαριονέτα, η οποία ζωογονείται απογυμνώνοντας το τρυφηλό σώμα του πατρικού προστάτη της, λέγεται Τζον Φάλσταφ. Οταν εμφανίζεται αυτός ο αντιήρωας επί σκηνής, όλο και συχνότερα πια έχει τη σκηνοθετική άδεια να πρωταγωνιστήσει, επειδή τάχα εκφράζει την κρυφή επιθυμία του Σαίξπηρ, παραγκωνίζοντας επιτέλους τον πρίγκιπα Χαλ και μετέπειτα βασιλιά Ερρίκο Ε’.
Ετσι, αυτός ο απελευθερωμένος σκηνοθετικά Φάλσταφ γίνεται ο πραγματικός βασιλιάς και κλέβει την προσοχή μαζί με την αφοσίωση του κοινού, όσο παλιάνθρωπος κι αν είναι – ή μάλλον επειδή τολμάει να δείξει την αυθεντική και πηγαία παλιανθρωπιά του και δεν τον νοιάζει, γιατί έτσι είναι και σε όποιον αρέσει. Δηλαδή σε πολλούς.
Οι εχθροί του Χαλ (the Hal haters)
Από τον 19ο αιώνα η ερμηνεία της συγκεκριμένης τριλογίας προκαλούσε ανάμεικτα συναισθήματα με τόση σφοδρότητα, ώστε το κοινό τους χωρίστηκε σε φίλους του Ερρίκου, που θεωρούσαν τον Φάλσταφ αδίστακτο τυχοδιώκτη, και τους εχθρούς του βασιλιά, που εξιδανίκευσαν τον Φάλσταφ ως προσωποποίηση της πληθωρικής ζωής, αλλά και ως θύμα του.
Κατά την ορολογία του ακαδημαϊκού ιστορικού Γκάρι Γουίλς –που ανέλυσε διεξοδικά τον παραλογισμό αυτής της αντιπαράθεσης στο έργο του «Making Make – Believe Real» –από τότε μια μερίδα του σαιξπηρικού κοινού μεταβλήθηκε σε παθιασμένους «εχθροί του Χαλ» (του νεαρού πρίγκιπα Ερρίκου, μετέπειτα Ερρίκου Ε’), που ήταν συνάμα και «διογκωτές του Φάλσταφ» (δηλαδή ωραιοποιητές και λάτρεις του).
Η βασική αιτία αυτού του μίσους εκφράστηκε από τον Γουίλιαμ Χάζλιτ τον 19ο αιώνα και συνοψίζεται σε μια φράση: «Ποτέ δεν θα συγχωρέσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο πρίγκιπας μεταχειρίστηκε τον Φάλσταφ». Οταν σκηνοθετείται από αυτήν τη σκοπιά των εχθρών του Χαλ, το έργο δεν αφορά πια τη μεταμόρφωση του πρίγκιπα από ανεύθυνο γλεντζέ σε πετυχημένο βασιλιά, ανιχνεύοντας τη διαδρομή της ασυνήθιστης ζωής του από την ταβέρνα-οίκο ανοχής της Κούικλι στο νικηφόρο πεδίο του Αζενκούρ, όπου κατατρόπωσε τον πολυπληθή γαλλικό στρατό.
Αντιθέτως, μια τέτοια εχθρική απέναντί του σκηνοθεσία δείχνει ότι όλη αυτή η δόξα και η επιτυχία ανήκει δικαιολογημένα στον Φάλσταφ, τον οποίο ο βασιλιάς απογύμνωσε συναισθηματικά και εκμεταλλεύθηκε αισχρά. Με αυτήν τη σκηνοθετική οπτική, όλες οι απαίσιες πράξεις του Φάλσταφ, εκτός από το γέλιο, προκαλούν και επιείκεια. Και τότε και τώρα, η παράνομη ζωή του γοητεύει.
Ενας ξεπεσμένος ιππότης που επέλεξε να ζει με πόρνες (τώρα «εργάτριες του σεξ») βιαιοπραγεί με κάθε τρόπο απέναντι σε όσους τον αποδέχονται, εξαπατώντας τους με χοντρά ψέματα, κλέβοντάς τους αλλά και τσακίζοντας την αξιοπρέπειά τους –ιδίως των γυναικών–, καθώς δεν τον δεσμεύει κανένας κανόνας, εκτός από έναν: να περνά καλά, συνήθως σε βάρος των κορόιδων που τον εμπιστεύτηκαν, ώστε να αξίζουν τέτοια κακομεταχείριση. Ολα τα άλλα είναι «αέρας», όπως και η «τιμή» που ανάγεται σε μια λέξη χωρίς βαρύτητα.
Ο Φάλσταφ κερδοσκοπεί αδιάντροπα στον πόλεμο κλέβοντας κρατικό χρήμα και στέλνοντας στον θάνατο έναν στρατό κακομοίρηδων που επιστρατεύει παράνομα. Ο αμοραλιστικός όγκος του Φάλσταφ πνίγει κάθε αξία και εκλεπτυσμένο ήθος όπως η ειλικρίνεια, η εντιμότητα, η υπευθυνότητα, η φιλία, η αγάπη, ο έρωτας. Ολα γίνονται μέσα για την απόλαυσή του, που κρατά όσο ένα από τα μεθύσια του.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο Φάλσταφ δεν γοητεύει μόνο επί σκηνής, αλλά αποκτά φίλους και θαυμαστές και εκτός αυτής, με πρώτους κάποιους διαπρεπείς κριτικούς που τον προβάλλουν με πάθος ως πρότυπο. Ετσι ο Χάζλιτ επισημαίνει ότι αυτός «είναι γεμάτος με την έξαρση του καλού χιούμορ και της καλής φύσης και ξεχειλίζει από αγάπη για το γέλιο και την καλή συναναστροφή». Ο Χάρολντ Μπλουμ επιμένει ότι, σε αντίθεση με τον ύπουλο κα χειριστικό πρίγκιπα Χαλ, ο Φάλσταφ «δεν προδίδει ούτε βλάπτει κανέναν».
Αυτές οι αναγνώσεις τον 20ό αιώνα δέχτηκαν έναν αντίλογο από τον Λόρενς Ολίβιε, που πρωταγωνίστησε στο «Ερρίκος Ε’», στον ρόλο του βασιλιά. Το έργο σκηνοθετήθηκε από τον ίδιο παραμονή της απόβασης στην Νορμανδία, ώστε να ανυψώσει το ηθικό των συμμάχων στον αγώνα κατά των Γερμανών. Ωστόσο αυτή η ερμηνεία απαξιώθηκε ως «προπαγάνδα» από κριτικούς που ανήκαν στην «ομάδα αλήθειας» κατά του Ερρίκου, δηλαδή στους εχθρούς του Χαλ.
Τον ίδιο αιώνα ο Φάλσταφ βρήκε έναν ισχυρό κινηματογραφικό υπέρμαχο. Ο Ορσον Γουέλς μετέτρεψε τον «Ερρίκο Δ’» σε φιλμ, όπου ο πληθωρικός Φάλσταφ ξεχειλίζει αγάπη για τη ζωή και το γέλιο, ώστε εξοστρακίζει στη σκιά του έναν φαινομενικά άτολμο Ερρίκο, που αποκαλύπτει τον κυνισμό του μόλις πάρει την εξουσία.
Επιβάλλοντας στην Ιστορία του κριτήρια του σήμερα (για άλλη μία φορά)
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο πετυχημένος ηγεμόνας (Ερρίκος Ε’) μετατρέπεται από τις παραπάνω αρνητικές κριτικές σε αδίστακτο εγκληματία, ενώ ο εγκληματικός χαρακτήρας που τον πλαισιώνει αντιθετικά (ο Φάλσταφ), ώστε να αναδείξει τις ηγετικές αρετές του (του βασιλιά), μεταπλάθεται σε αξιολάτρευτο και απολαυστικό πλάσμα, που του συγχωρούνται όλα τα παραπτώματα – δηλαδή τα εγκλήματα; Ισως τότε να σκεφτεί κανείς ότι οι καιροί άλλαξαν τόσο ώστε το μαύρο να γίνεται άσπρο και αντίστροφα.
Πράγματι, η τάση για μια τέτοια αντιστροφή, με τον αντιήρωα Φάλσταφ να πρωταγωνιστεί πραγματικά κλέβοντας την δόξα του Ερρίκου, ενισχύθηκε σε εποχές κοινωνικών και παγκόσμιων ανατροπών. Ο Ψυχρός Πόλεμος, η κατάρρευση της αποικιοκρατίας, ο πόλεμος του Βιετνάμ και γενικότερα η κατακραυγή κατά του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας, σε συνδυασμό με τα φοιτητικά και άλλα κινήματα των δεκαετιών 1960-1970, που αμφισβήτησαν κάθε μορφή εξουσίας. Μέσα σε αυτό το αντιεξουσιαστικό μένος, ο πρίγκιπας Χαλ και μετέπειτα βασιλιάς Ερρίκος Ε’ μετατράπηκε σε αντιπροσωπευτικό στόχο.
Παρότι μεσαιωνικός ηγέτης –δηλαδή βασιλιάς πολεμιστής σε μια κοινωνία που αναπτυσσόταν με βάση τον πόλεμο και αντιμετώπιζε τους φιλειρηνικούς ηγέτες ως κατάρα– ο νικητής του Αζενκούρ θεωρήθηκε από τους μισητές του Χαλ ότι ενσάρκωνε όλες τις μισητές αξίες του (καπιταλιστικού!) συστήματος: λευκή αρρενωπότητα, αποικιοκρατική απληστία, δογματισμό, αιμοσταγή βία χασάπη, προπαγανδιστικές δεξιότητες, εργαλειοποίηση της γυναίκας και σεξισμό απέναντι στη γαλλίδα πριγκίπισσα Κάθριν, εκμετάλλευση των πιστών φίλων του και κυρίως του Φάλσταφ κ.λπ. κ.λπ.
Ο κοινωνικά εξισωτικός λόγος του στον αγγλικό στρατό πριν από τη μάχη του Αζενκούρ, «ομάδα αδελφών – a band of brothers», κρίθηκε ως εξής από τον Χάρολντ Γκόνταρντ το 1951: «Η πείρα δύο Παγκοσμίων Πολέμων έχει κάνει τη γενιά μας κάπως δύσπιστη στις ακραίες διαμαρτυρίες υπέρ της δημοκρατίας από εκείνους σε υψηλές θέσεις, αν αυτές εκφράζονται όταν η εθνική ασφάλεια εξαρτάται από τη νομιμοφροσύνη όσων βρίσκονται σε χαμηλότερες θέσεις».
Και άλλα έργα του Σαίξπηρ, όπως η «Τρικυμία», δέχτηκαν παρόμοιες ανατρεπτικές ερμηνείες, με τον Κάλιμπαν να εμφανίζεται ως θύμα του «αποικιοκράτη» Πρόσπερο. Η Ερρικιάδα όμως υπέστη τη μεγαλύτερη σκηνοθετική μετάλλαξη, με τον βασικό της ήρωα, τον Ερρίκο E’, να μετατρέπεται σε απεχθές κάθαρμα και τον Φάλσταφ σε αντικείμενο λατρείας κάποιων κριτικών, που ερμήνευαν κάθε παλιανθρωπιά του σαν άμυνα για επιβίωση.
Ο Γουίλς διαπιστώνει ότι αυτός ο αντιεξουσιαστικός λόγος τελικά «κατάντησε ο ίδιος εξουσιαστικός», ώστε να επιβάλλει ως μοναδικά ορθή αυτήν την ερμηνεία του Ερρίκου από τους μισητές του και φίλους του Φάλσταφ. Με βάση αυτή την οπτική, ο Ερρίκος έγινε ο πρωταρχικός εκπρόσωπος του αγγλικού εθνικισμού, φτάνοντας στο σημείο να ταυτιστεί από τη Λίζα Τζαρντίν με τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς (!). Αλλά και η τελική σκηνή που ο βασιλιάς φλερτάρει με τη γαλλίδα πριγκίπισσα και μέλλουσα σύζυγό του, υποκρινόμενος ότι δεν ξέρει γαλλικά, τον μετατρέπει για τον Λανς Γουίλκοξ σε «βασιλιά των βιαστών».
Αυτό όμως που κάνει τον Χαλ – Ερρίκο τον μεγαλύτερο εγκληματία, είναι μια αδιανόητη πράξη (για τους εχθρούς του): η απόρριψη του Φάλσταφ στην περιβόητη σκηνή στην ταβέρνα. Εκεί ο πρίγκιπας ομολογεί εκ των προτέρων αυτό που σκοπεύει να κάνει στο τέλος του έργου, να πετάξει τον προστάτη και υποκατάστατο πατέρα και καθοδηγητή του στον υπόκοσμο.
Η λακωνική απάντηση του Χαλ «Ναι, θα το κάνω» όταν ο Φάλσταφ τον ρωτά αν θα τον απορρίψει, προκαλεί τεράστια κατακραυγή. Γιατί, για τους εχθρούς του Χαλ, ο Φάλσταφ ενσαρκώνει τον βασιλιά της αταξίας και του χάους, το αχαλίνωτο καρναβαλικό στοιχείο, που ανατρέπει μηδενιστικά κάθε τάξη και καταπατά αδιάκριτα κάθε κανόνα και νόμο, δηλαδή σκοπεύει να καταλύσει το κράτος δικαίου στο όνομα της απόλυτης αναρχίας και για την πάρτη του. Καθόλου τυχαία, όταν ο Φάλσταφ μαθαίνει πως ο Χαλ έγινε επιτέλους βασιλιάς, σπεύδει στην στέψη του αναφωνώντας: «Οι νόμοι της Αγγλίας βρίσκονται κάτω από τις εντολές μου, αλίμονο στον λόρδο αρχιδικαστή!».
Αναλογίζεται κανείς τι θα γινόταν αν ο Χαλ δεν απέρριπτε τον Φάλσταφ και, όντας ηγέτης, υπάκουγε σαν καλός φίλος στις επιθυμίες του να καταστρέψουν μαζί την χώρα εξαπολύοντας την ανομία και την εγκληματικότητα. Αραγε αναλογίζονται όσοι προβάλλουν τον Φάλσταφ ακόμα και σήμερα ως αξιαγάπητο κάθαρμα, τι επιπτώσεις έχει η υπερβολική ωραιοποίησή του, η οποία συνεπάγεται ότι οι φίλοι και θαυμαστές του είναι αυτομάτως και αρνητές κάθε αξίας που μας βοηθά να συνυπάρχουμε, έστω σε κοινωνίες όχι θαυμαστά δημοκρατικές;