Το «Brokeback Mountain» πρόκειται να ανεβεί στο θέατρο. Είναι μια ταινία που πραγματεύεται την ιστορία αγάπης μεταξύ δύο καουμπόηδων, η σκηνική μεταφορά της στα καθ’ ημάς έχει τη σκηνοθετική υπογραφή του Κωνσταντίνου Ρήγου και προβλέπεται να είναι μια παράσταση που θα προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού.
Υποθέτεις ότι για τους παραπάνω, κυρίως, λόγους αξίζει να συζητηθεί. Μέχρι που βλέπεις σε ζωντανή σύνδεση πρωινής εκπομπής έναν κύριο να διαμαρτύρεται, δημοσιογράφο του εκκλησιαστικού Τύπου, και καταλαβαίνεις ότι η συζήτηση ξεκινά από τους λάθος λόγους. Στη συνέχεια τον ακούς να λέει ότι η παράσταση είναι ένα αμαρτωλό πάθος, μια εκτροπή που πάμε να την περάσουμε σαν κανονικότητα, ότι δεν πρέπει να παίζονται τέτοια έργα στην ελληνική επικράτεια, ότι θα κάνουν ό,τι μπορούν για να μην ανέβει η παράσταση και ότι αυτά πρέπει να τα βλέπει ο καθένας σπίτι του και όχι σε δημόσιο χώρο.
Η αντίδραση από την άλλη πλευρά είναι ειρωνική και κάθετη, ευτυχώς, δομημένη με την ορθολογική και προοδευτική αντίληψη που οφείλουμε να έχουμε σαν κοινωνία απέναντι σε τέτοιες νοοτροπίες. Οι καλεσμένοι στο τηλεοπτικό πάνελ υπενθυμίζουν στον κύριο το αυτονόητο, ότι αν θέλουμε θα πάμε να δούμε την παράσταση, δεν θα μας εμποδίσετε εσείς και ότι η απαγόρευση δεν υφίσταται σαν ενδεχόμενο επειδή κάποιοι θεωρούν μια παράσταση «αχρείο κιναιδισμό».
Πολύ καλά τού απάντησαν του κυρίου, το θέμα βέβαια είναι γιατί τον προσκάλεσαν να εκφράσει την παντελώς αναχρονιστική, στα όρια ενός επικίνδυνα ακραίου συντηρητισμού, άποψή του, στον αέρα μιας εκπομπής που βλέπουν χιλιάδες μάτια. Γιατί να δώσεις τηλεοπτικό βήμα σε μια νοοτροπία που είναι τόσο εξόφθαλμα εσφαλμένη και χυδαία αντίθετη με το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου;
Κανένας λογικός άνθρωπος, εν έτει 2024, είναι δεν είναι πιστός, δεν θα συμφωνήσει με μια θέση που στηρίζει ανοιχτά τη λογοκρισία και μιλάει για απαγορεύσεις παραστάσεων. Αν δεν του αρέσει κάτι, εν προκειμένω το «Brokeback Mountain», απλώς δεν θα το βάλει στην ατζέντα του για να πάει να το δει. Δεν θα κινήσει με πανό και σταυρούς να διαμαρτυρηθεί έξω από θέατρα για θεάματα με των οποίων το περιεχόμενο διαφωνεί, όσο αποκρουστικό κι αν το βρίσκει.
Μπαίνει ο ακραίος συντηρητισμός στην τηλεοπτική ατζέντα επειδή ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας τον ασπάζεται; Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολλοί συντηρητικοί εκεί έξω, μερικοί εκ των οποίων εκφράζουν την αντίθεσή τους με ουδόλως κόσμιο τρόπο. Για του λόγου το αληθές, ο Μιχάλης Ταμπακάκης, ένας από τους ηθοποιούς που θα παίξουν στη θεατρική μεταφορά της ταινίας, δημοσίευσε προ ολίγων ημερών κάποια από τα ομοφοβικά σχόλια που αναρτήθηκαν κάτω από τη διαφήμιση που έβγαλε το θέατρο για την παράσταση.
Κανένας δεν θα διαφωνήσει ότι τα στερεότυπα επιβιώνουν, κάνοντας την ιστορία της ταινίας, που χρονικά τοποθετείται στην αμερικανική Δύση του 1960 και ξεδιπλώνεται μέσα στους κοινωνικούς περιορισμούς της εποχής, να είναι επίκαιρη ακόμα και σήμερα. Υπό αυτή την έννοια, η ομοφοβική αντίδραση απέναντι σε μια παράσταση που συμβαίνει τώρα είναι ένα ζήτημα που σηκώνει σχολιασμό, από τη στιγμή και μόνο που υπάρχει.
Παρατηρώντας όμως τον τρόπο με τον οποίο προβάλλεται κάθε τέτοιο θέμα στην τηλεόραση, διαπιστώνεις ότι είναι κυρίως η δράση-αντίδραση μεταξύ των δύο στρατοπέδων εκείνο που τους ωθεί να το βάλουν στην σκαλέτα, καλώντας ως εκπρόσωπο της συντηρητικής πλευράς ό,τι πιο γραφικό κυκλοφορεί εκεί έξω και πουλώντας τη μάχη μεταξύ του συντηρητισμού και του προοδευτισμού ως θέαμα.
Αν βγαίνει ένα θετικό από την προβολή της ακραίας άποψης, που σαφώς γίνεται για χάρη της τηλεθέασης, είναι ότι βοηθάει να αποδομηθούν θεαματικά οι γραφικοί που φτάνουν στα πλατό, αρκεί φυσικά να αντιμετωπίζονται ως καρικατούρες και να εισπράττουν την ειρωνεία και τον γέλωτα, καταρχάς από εκείνους που τους κάλεσαν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέβη, αλλά δυστυχώς δεν συμβαίνει πάντα.
Σε πάμπολλες άλλες τηλεοπτικές περιπτώσεις, ο γραφικός ακραίος αντιμετωπίζεται σοβαρά και τοποθετείται απέναντι από έναν σοβαρό άνθρωπο για να αντιπαρατεθεί μαζί του. Τα γελοία επιχειρήματά του μπαίνουν στο παιχνίδι μιας ρητορικής «μάχης» ως ισότιμα με τα άλλα επιχειρήματα, που έχουν βάση, γνώση και αξία. Σε αυτή την αρένα, δεν είναι καθόλου σίγουρο ποιος θα λαβωθεί κι αν το δόρυ χτυπήσει τον σοβαρό ή τον ασόβαρο. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα νικήσει η λογική, γιατί εκείνο που υπερισχύει είναι το θέαμα. Και τι μπορεί να συμβεί τότε; Το απόλυτο κακό: κάποιος να συμπαθήσει την καρικατούρα.
ΥΓ. Κάποτε, μια γνωστή μου είπε: «Ψήφισα τον Βελόπουλο». Τη ρώτησα έντρομη «Γιατί;». Και πήρα την απάντηση: «Γιατί τον έβλεπα στις εκπομπές και μ’ έκανε να γελάω».