Απόψεις

Αλλο τι θέλουν, άλλο τι μπορούν

Η σχέση μεταξύ του Πρωθυπουργού και των δύο πρώην δεν μπορεί ούτε και πρόκειται να αποκατασταθεί. Τι περιθώρια κινήσεων υπάρχουν όμως και (κυρίως) ποια πλευρά έχει τα μεγαλύτερα; Θα έφτανε δηλαδή ο Σαμαράς στο σημείο να ρίξει την κυβέρνηση, αφού είναι τόσο οργισμένος με τον Μητσοτάκη; Ή, ορθότερα, θα μπορούσε;
Αγγελος Κωβαίος

Η αλήθεια είναι ότι με όσα έχουν προηγηθεί, θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς τους Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά να συνωστίζονται και να χαριεντίζονται μέσα στο πλήθος και ανάμεσα σε κομματικά και κυβερνητικά στελέχη το βράδυ της 4ης Οκτωβρίου, σε αυτό το επετειακό πάρτι στη Ρηγίλλης.

Αλήθεια είναι επίσης ότι κανείς δεν ανέμενε ότι θα παρευρίσκονταν σε αυτήν την εκδήλωση οι δύο πρώην. Ούτε φυσικά ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος φρόντισε να κινηθεί εγκαίρως και κάνοντας «το χρέος του», όπως είπε, να τους καλέσει προσωπικά και να πετάξει το βάρος από τις δικές του πλάτες.

Αν, πάλι, δεν γινόταν ένα «χύμα» πάρτι, αλλά κάτι πιο συμβατό και οργανωμένο, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά και πιο δύσκολο για τους δύο πρώην να απουσιάσουν. Οπως το 2014, που ήταν όλοι εκεί, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τίμησε τα 40χρονα της ΝΔ και έδωσε τα χέρια με τον Σαμαρά, που κατά τα άλλα δεν ήθελε ούτε ζωγραφιστό να τον βλέπει.

Πέρα από τα «αν», που καμία σημασία δεν έχουν, όλοι γνωρίζουν πλέον τι συμβαίνει στη ΝΔ και ειδικά στην τριγωνική σχέση Μητσοτάκη-Καραμανλή-Σαμαρά. Οι αποστάσεις των δύο πρώην με τον νυν μεγαλώνουν διαρκώς και δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να αναστρέψει αυτή την πορεία.

Ο Καραμανλής έχει αποχαιρετήσει από καιρό, και φαίνεται ότι παίζει πλέον έναν διαφορετικό ρόλο. Οι (όποιοι) δικοί του στην ΚΟ της ΝΔ προφανώς και έχουν οργανωθεί και θεωρούν ότι κάτι θα κάνουν μέσω κοινοβουλευτικών ερωτήσεων, όμως σύντομα ίσως βρεθούν μπροστά σε μια νέα συνθήκη. Εφόσον αυτό το τροπάρι συνεχιστεί, δύσκολα θα μπορούν να πείσουν ότι ενεργούν δίχως υστεροβουλία και ερήμην του Καραμανλή, ενώ αν ανασυγκροτηθεί με κάποιον τρόπο η θεσμική αντιπολίτευση (βλ. ΠΑΣΟΚ), για πόσο ακόμη θα έχουν την πολυτέλεια ενός ανέξοδου αλλά όχι αθώου εσωκομματικού αντάρτικου; Θα φανούν αυτά, πιθανώς και σύντομα.

Η περίπτωση Σαμαρά έχει ορισμένες διαφορές. Η κυριότερη από αυτές είναι ότι ο πρώην πρωθυπουργός είναι εν ενεργεία βουλευτής (της ΝΔ). Διαφοροποιείται όμως πλέον σχεδόν στα πάντα και είναι γνωστό ότι οι διαθέσεις του απέναντι στον Μητσοτάκη είναι άγριες, με πολλά στοιχεία ασυμμετρίας της οργής του, πάντως.

Σε πρώτο επίπεδο εμφανίζεται, όπως και άλλοι, να ανησυχεί για την αλλοίωση της ταυτότητας της παράταξης, η οποία πάντως ποτέ δεν ήταν μονοδιάστατη, έχει πικραθεί που δεν του μιλάει ο Μητσοτάκης, όπως και άλλοι, δεν θέλει διάλογο με την Τουρκία, δεν θέλει να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας –έτσι λέει τουλάχιστον–, πιθανώς δεν θα ψηφίσει και όποιον ή όποια προτείνει ο Πρωθυπουργός.

Τι θέλει όμως, τελικά; Προς το παρόν, μόνο με κάποια ερωτήματα και δια της εις άτοπον επαγωγής μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα.

Θα έφτανε ο Σαμαράς στο σημείο να ρίξει την κυβέρνηση, αφού είναι τόσο οργισμένος με τον Μητσοτάκη; Ή, ορθότερα, θα μπορούσε; Εχει τον αναγκαίο αριθμό βουλευτών; Ή θα χρειαζόταν και τους καραμανλικούς, για να ανατρέψουν παρέα μια κυβέρνηση της ΝΔ; Ωραία σενάρια.

Και αν δεν συμβούν όλα αυτά τα δραματικά, εντέλει ο Σαμαράς θα είναι και πάλι υποψήφιος με τη ΝΔ στις επόμενες εκλογές; Είτε γίνουν στην ώρα τους, είτε προκληθούν νωρίτερα λόγω κάποιας «αναστάτωσης», είτε με πρωτοβουλία του Μητσοτάκη; Για τον οποίο, παρεμπιπτόντως, το βασικότερο λάθος που μπορεί να κάνει κάποιος είναι να υποτιμήσει την ικανότητα του να κάνει στρατηγικές κινήσεις και να παίρνει αποφάσεις, ακόμη και αν μπορεί να θεωρούνται ακραίες. Και ο νοών νοείτω.