| CreativeProtagon
Απόψεις

Αλήθειες και ψέματα για το ρεύμα

Γιατί κοστίζει το εθνικό πλαφόν στην ηλεκτρική ενέργεια; Γιατί η καύση λιγνίτη δεν θα ρίξει τους λογαριασμούς; Γιατί δεν υπάρχει μαγική λύση; Τι θα γίνει αν σπάσουμε τον κουμπαρά;
Ανδρέας Στασινός

Ηταν πριν από 10 χρόνια, τον παγωμένο Φεβρουάριο του 2012: ο τότε Πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος και οι επικεφαλής των κομμάτων που στήριζαν την κυβέρνηση, βρίσκονταν ως τις 06.30 το πρωί στο Μέγαρο Μαξίμου για να κλείσουν ένα κενό που χώριζε τη χώρα από την άβυσσο —αρχικά 300 και λίγο αργότερα μόλις 50 εκατ. ευρώ, στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα. Τις μέρες εκείνες ο Πρωθυπουργός δήλωνε: «Είμαστε σε απόσταση αναπνοής από το μηδέν». Και δεν μιλούσε για το κενό των 50 εκατ. ευρώ, αλλά για ολόκληρη τη χώρα.

Δέκα χρόνια και δύο μήνες μετά, Απρίλιος του 2022, η αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων αφορά το πώς η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να βρει ένα ποσό που άλλοι το υπολογίζουν στα 3 δισ. ευρώ και άλλοι το ανεβάζουν στα 4 δισ. ευρώ (80 φορές μεγαλύτερο από τα 50 εκατ. για την αποφυγή της ασύντακτης χρεοκοπίας το 2012) —τόσα χρειάζονται ώστε να μπορεί να επιβάλει η χώρα μας εθνικό πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου, αν αυτό δεν συμβεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σήμερα δεν ψάχνουμε 50 εκατ. ευρώ για να σωθούμε, αλλά τέσσερα δισ. ευρώ για να μην πληρώνουμε τόσα πολλά στους λογαριασμούς του ρεύματος.

Μέσα σε αυτό το κλίμα αγωνίας που αγγίζει κάθε νοικοκυριό και κάθε επιχείρηση, παρά τις προφανείς αναντιστοιχίες ανάμεσα στις δύο περιόδους, ένα στοιχείο παραμένει αναλλοίωτο: οι εύκολες λύσεις, οι ανεφάρμοστες θεωρίες και οι μύθοι που συνοδεύουν τη λαϊκιστική προσέγγιση για την επίλυση οποιουδήποτε προβλήματος.

Τότε ήταν το σκίσιμο των μνημονίων, η βοήθεια από τη Ρωσία και η… επιλογή να πληρώσουμε «με αέρα», σήμερα ένα γαϊτανάκι παραπληροφόρησης που πατάει στην αντικειμενική δυσκολία κατανόησης της σύνθετης και τεχνικής διαδικασίας που καθορίζει τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος.

Και έτσι, τη στιγμή που όλοι συμμερίζονται την ανάγκη για άμεσες περαιτέρω ενέργειες για την προστασία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων απέναντι στις τρομακτικές αυξήσεις στους λογαριασμούς, ακούγονται και πάλι ευχάριστες αλλά παραπλανητικές μεγαλοστομίες.

Για παράδειγμα, ακούμε ότι το μόνο που απαιτεί η επιβολή ενός εθνικού πλαφόν είναι πολιτική βούληση για να αντιμετωπίσει κανείς τους κερδοσκόπους. Ακούμε επίσης ότι αν «ανάψουμε τους λιγνίτες» θα πέσουν αυτομάτως οι τιμές στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος.

Οι «λύσεις» αυτές συνοδεύονται και από δίκη προθέσεων για όσους δεν τις εφαρμόζουν αμέσως. Ακριβώς όπως και τότε. Oσοι δεν υλοποιούν “nobrainer” επιλογές (θα μεταφράζαμε την έκφραση nobrainer ως «παιχνιδάκι» ή «δεν θέλει και πολύ μυαλό να το καταλάβεις») για να ανακουφίσουν τους πολίτες από τις αυξήσεις, είναι ανάλγητοι και συνεταίροι των κερδοσκόπων, όπως τότε, το 2012, ήταν υποτακτικοί της τρόικας και συνεργάτες των Γερμανών.

Ας δούμε όμως τα πραγματολογικά κενά αυτής της προσέγγισης για τα βασικά ζητήματα που συνδέονται με τις τιμές των λογαριασμών του ρεύματος:

Γιατί κοστίζει το εθνικό πλαφόν στην ηλεκτρική ενέργεια;

Καταρχάς, είναι χρήσιμη μια απόπειρα να εξηγηθεί όσο πιο απλά γίνεται το πώς οι αυξήσεις στο φυσικό αέριο φουσκώνουν τους λογαριασμούς του ρεύματος:

Η χονδρική αγορά ηλεκτρικού ρεύματος στηρίζεται στην έννοια της οριακής τιμής (marginal price), που σημαίνει ότι η τελευταία πηγή ενέργειας η οποία προστίθεται στην προ-ημερήσια αγορά σε καθημερινή βάση για την παραγωγή ρεύματος ορίζει την τιμή και για όλους τους υπόλοιπους παραγωγούς.

Οι παραγωγοί συμμετέχουν με σειρά προτεραιότητας, με βάση το πραγματικό κόστος της ενέργειας που προσφέρουν, από το χαμηλότερο προς το υψηλότερο. Πρώτα οι παραγωγοί ηλιακής και αιολικής ενέργειας που προσφέρουν την πιο οικονομική υπηρεσία, ακολουθούν οι υδροηλεκτρικές μονάδες, ο λιγνίτης και στο τέλος το πιο ακριβό καύσιμο, το φυσικό αέριο. Αυτό είναι που ορίζει την τελική τιμή της προ-ημερήσιας αγοράς η οποία αποδίδεται στο τέλος σε όλους τους παραγωγούς που έχουν συμμετάσχει σε αυτή.

Το σύστημα της οριακής τιμής που εφαρμόζεται στα κράτη-μέλη της Eνωσης επί περίπου τρεις δεκαετίες έχει ως κεντρικό πυρήνα τη μεγιστοποίηση της διείσδυσης των μονάδων παραγωγής ηλεκτρισμού από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, συγκρατώντας παράλληλα το κόστος των επιδοτήσεων από το κράτος, δηλαδή από τους φόρους που πληρώνουν οι πολίτες. Ωστόσο, η σύνδεση της τιμής με το ακριβότερο καύσιμο, στην περίπτωσή μας με το φυσικό αέριο (η τιμή του οποίου είχε εκτιμηθεί ότι θα κινηθεί πτωτικά), οδήγησε στο σημερινό πανευρωπαϊκό αδιέξοδο μετά την πανδημία και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Επομένως, η επιβολή πλαφόν στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (που επηρεάζεται καθοριστικά από την τιμή του φυσικού αερίου) είναι θεωρητικώς η ιδανική λύση για να επανέλθουν σε βιώσιμο επίπεδο οι λογαριασμοί του ρεύματος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Το πρόβλημα είναι ότι απαιτείται ένα ποσό 3 ως 4 δισ. ευρώ για το υπόλοιπο του έτους, πιο απλά να εξασφαλιστούν δηλαδή κεφάλαια που ισοδυναμούν με μιάμιση φορά το ποσό που θα πληρώσουμε για τον ΕΝΦΙΑ το 2022 (2,5 δισ. ευρώ). Γιατί χρειάζονται αυτά τα ποσά; Γιατί το κράτος θα πρέπει να καλύψει τη διαφορά της διατίμησης με τη διακύμανση της χονδρικής τιμής ηλεκτρισμού που έχει εκτοξευτεί στα ύψη, ως αποτέλεσμα των υψηλότατων διεθνών τιμών φυσικού αερίου. Σε διαφορετική περίπτωση κανένας δεν θα παράγει.

Γιατί η καύση λιγνίτη δεν θα ρίξει τους λογαριασμούς;

Η επιστροφή στον – μη ανταγωνιστικό σε οικονομικούς και περιβαλλοντικούς όρους – λιγνίτη (και δευτερευόντως στο πετρέλαιο) με την ενεργοποίηση όσων μονάδων έχουν απομένει είναι κάτι που ήδη συμβαίνει αλλά δεν μπορεί να ρίξει τις τιμές. Ο λόγος είναι ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τους λιγνιτικούς σταθμούς, που επιβαρύνεται με τις υψηλές τιμές δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, είναι τέσσερις και πέντε φορές ακριβότερη από αυτή που παράγεται από τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά πάρκα. Και επιπλέον, όσο το φυσικό αέριο βρίσκεται στα ύψη, αυτό καθορίζει τελικά την τιμή για όλους.

Υπάρχει λύση;

Oχι, μαγική λύση δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως ελπίδα για ευρωπαϊκή παρέμβαση όσο κερδίζει έδαφος, σύμφωνα και με τον Μάριο Ντράγκι, η πρόταση για κοινό πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου, την οποία υποστηρίζουν μεταξύ άλλων η Ιταλία και η Ελλάδα. Αν δεν υπάρξει ευρωπαϊκό πλαίσιο, η όποια προσπάθεια της οποιασδήποτε κυβέρνησης να τετραγωνίσει τον κύκλο, ακόμη και με ένα μικτό μοντέλο που θα περιλαμβάνει πλαφόν στη χονδρεμπορική αγορά και συνέχιση των επιδοτήσεων, θα είναι αδύνατο να εξαφανίσει την άμεση ή έμμεση επιβάρυνση για το σύνολο της οικονομίας και τελικά για την τσέπη μας. Γι’ αυτό, ακόμη και αν η κυβέρνηση εφαρμόσει το δικό της μοντέλο πριν από την ευρωπαϊκή απόφαση, θα αναμένει την ευρύτερη λύση για να καλύψει το κόστος. Γιατί ακόμα κι αν τελείωνε αύριο ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι τιμές της ενέργειας δεν θα υποχωρήσουν αμέσως, κάτι που σημαίνει ότι απαιτούνται τσέπες που μόνο η Ευρώπη μέσω Βρυξελλών διαθέτει.

Κι αν σπάσουμε τον κουμπαρά;

Η αλήθεια είναι ότι όσα αναλύθηκαν πιο πάνω είναι πολύ πιθανό να μη λένε απολύτως τίποτα στα νοικοκυριά με εισόδημα 1.200 ευρώ όταν ανοίγουν έναν λογαριασμό ρεύματος των 600 ευρώ. Γιατί είναι όντως πολύ κρύο πράγμα αυτό το χαρτί. Νιώθεις σαν να δέχεσαι επίθεση μέσα στο σπίτι σου. Το να σου στερεί ένας φάκελος ότι σου έχει μείνει από το διαθέσιμο εισόδημα είναι ένα σοκ που κόβει την ανάσα.

Και είναι λογικό κάθε κυβέρνηση και κάθε Πρωθυπουργός, σε μια τέτοια οριακή στιγμή, να δέχεται εισηγήσεις για να σπάσει τον κουμπαρά. Δηλαδή, να προχωρήσει σε κινήσεις, πέρα από το το δημοσιονομικό περιθώριο που δημιουργεί η καλύτερη του αναμενόμενου εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2021 που θα πιστοποιήσει σύντομα Eurostat.

Πιο απλά, να σπάσει τον κουμπαρά βάζοντας χέρι στο δημοσιονομικό «μαξιλάρι» άνω των 30 και πλέον δισ. ευρώ. Κάτι τέτοιο, αν γίνει μονομερώς, είναι μία κίνηση που μπορεί να ανοίξει ξανά την πόρτα της αβύσσου 12 χρόνια μετά. Γιατί χέρι στο «μαξιλάρι» δεν μπαίνει χωρίς να το πάρει χαμπάρι κανένας. Οι πρώτοι που θα το αντιληφθούν θα είναι τα στελέχη της Κομισιόν και αμέσως μετά θα πάρουν τη σκυτάλη οι αγορές. Η συνέχεια θα είναι η άνοδος του κόστους δανεισμού και η αποδυνάμωση της αξιοπιστίας της χώρας για την προσέλκυση επενδύσεων. Τα επόμενα βήματα τα ζήσαμε το 2010. Δεν θέλει πολύ να ψάχνουμε πάλι 50 εκατομμύρια τα ξημερώματα…

Κοντολογίς, οι περιστάσεις απαιτούν την ανάληψη ρίσκου (με την ελπίδα ότι θα επέμβει αργότερα η Ευρώπη με μια συνολική λύση), αλλά ρίσκο στο όριο που δεν θα οδηγήσει στον φαύλο κύκλο της προηγούμενης δεκαετίας. Επομένως η κυβέρνηση είναι καταδικασμένη να βαδίσει επί ξυρού ακμής και χωρίς δίχτυ ασφαλείας.