Το μετεκλογικό πολιτικό τοπίο εξακολουθεί να βρίσκεται σε αναστάτωση, με τον καθένα να κάνει τη διαχείρισή του όπως μπορεί.
Ο Μητσοτάκης έκανε έναν βεβιασμένο ανασχηματισμό που δεν μπορεί να διαβαστεί και με πολλούς τρόπους, ο Κασσελάκης συνεχίζει τις τρέλες, στο ΠΑΣΟΚ ετοιμάζονται να σφαχτούν, αγνοώντας όλα τα παθήματα του παρελθόντος, τα οποία θα όφειλαν να τους έχουν κάνει σοφότερους ή τουλάχιστον εξυπνότερους.
Πού ακριβώς θα οδηγήσουν αυτά, θα φανεί ενδεχομένως συντομότερα από το 2027, καθώς δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι ευρωεκλογές του 2024 να είναι ένας επιταχυντής εξελίξεων.
Ομως το θέμα που οφείλει κανείς να δει και να αξιολογήσει είναι ο συσχετισμός δυνάμεων και –κυρίως– ο ρεαλιστικός προσδιορισμός του.
Μέχρις ότου ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ λύσουν τα θέματά τους, το νέο στοιχείο είναι αυτό το αθροιστικό περίπου 20% που τοποθετείται πλέον στα δεξιά της ΝΔ. Υπό αυτό το πρίσμα οφείλει κανείς να θυμάται ότι αντίστοιχο ήταν αυτό το ποσοστό και στις τραυματικές για το πολιτικό σύστημα εκλογές του Μαΐου 2012, όταν ΑΝΕΛ και Χρυσή Αυγή είχαν συγκεντρώσει σχεδόν 18%.
Σήμερα όμως το ζήτημα τίθεται κάπως διαφορετικά. Και η σωστή αξιολόγηση είναι ευθύνη όλων.
Σε ό,τι αφορά τη ΝΔ, φαίνεται ότι σε αυτόν τον προεκλογικό αγώνα έγιναν ορισμένα λάθη.
Απουσία ουσιαστικής απειλής από την αντιπολίτευση και έχοντας συναίσθηση (ή και μερική ψευδαίσθηση) προς τα πού έχανε, ο Μητσοτάκης επέλεξε στην τελική ευθεία προς τις κάλπες να χρίσει ουσιαστικό του αντίπαλο τον Βελόπουλο. Του έδωσε έτσι υπόσταση, δίχως την παραμικρή ρεαλιστική ελπίδα να κερδίσει ψήφους, οι οποίες είχαν τροχοδρομήσει προς τα εκεί. Για πολλούς και διάφορους λόγους, κάπου στη στροφή ξεπετάχτηκε και η Λατινοπούλου (η οποία ας μη λησμονούμε, προέρχεται από τη ΝΔ) και έτσι σήμερα υποτίθεται ότι έχει διαμορφωθεί ένας νέος πόλος.
Το λάθος που δεν θα πρέπει να γίνει είναι να χαρακτηριστεί αυτή η πολιτική έκφραση «στροφή στην Ακροδεξιά». Δεν πρόκειται περί αυτού. Είναι κάτι πολύ διαφορετικό, που θα πρέπει να το δει κανείς στη σωστή του διάσταση και πάντως δίχως διδακτισμό και σε κάθε περίπτωση, δίχως ελιτισμό και υπεροψία. Και αυτό που κατά κύριο λόγο θα πρέπει να «διαβαστεί», είναι ο λόγος για τον οποίο μία μερίδα πολιτών στρέφεται προς τα εκεί – δεν είναι μόνο ο γάμος των ομοφύλων.
Στην πολιτική, πολλές φορές οι ορισμοί παίζουν τον ρόλο τους και περιγράφουν το διαμέτρημα.
Και όταν είναι λανθασμένοι, οδηγούν σε αστοχίες. Υπό αυτήν την έννοια, αν ο Βελόπουλος και η Λατινοπούλου οριστούν ως «ακροδεξιοί» (όπως είχε συμβεί και με τον Καρατζαφέρη) και ενώ η ΝΔ με δυσκολία ορίζεται ως «δεξιά», θα λείπει η ορολογία όταν εμφανιστεί η πραγματική εκδοχή.