Η γενική απογοήτευση από την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής του 0,6 το περασμένο καλοκαίρι, τα φαινόμενα ασυδοσίας και οι αιώνιοι φοιτητές στα πανεπιστήμια μας, είχαν σαν αποτέλεσμα την κατάθεση νομοσχεδίου από το υπουργείο σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης της κατάστασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που φαίνεται ότι βαίνει επιδεινούμενη και λόγω πανδημίας.
Το φλέγον θέμα των αιώνιων φοιτητών αντιμετωπίζεται για μία ακόμη φορά με τον ορισμό ανώτατου ορίου σπουδών. Για σπουδές διάρκειας οκτώ ακαδημαϊκών εξαμήνων, ανώτατο όριο ορίζονται τα 8+4 ακαδημαϊκά εξάμηνα, (4+2 χρόνια), ενώ για σπουδές άνω των οκτώ εξαμήνων η ανώτατη διάρκεια φοίτησης προσαυξάνεται κατά έξι ακαδημαϊκά εξάμηνα, πχ. 6+3 χρόνια. Ο νόμος δεν αποφεύγει την μνεία της κατ΄ εξαίρεση υπέρβασης της ανώτατης χρονικής διάρκειας φοίτησης που αποφασίζεται από τον Οργανισμό του κάθε πανεπιστημίου, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για το κάθε ΑΕΙ.
Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι αιώνιοι φοιτητές δεν αποτελούν πρόβλημα για τα πανεπιστήμια αφού δεν τα επιβαρύνουν οικονομικά. Συνιστούν όμως βάρος στο βαθμό που δεν μπορεί να υπάρξει προγραμματισμός κυρίως για τις εξετάσεις και επιδεινώνουν σε μεγάλο βαθμό τη θέση των πανεπιστημίων στις διεθνείς αξιολογησεις. Και τα δύο σημαντικά. Το τελευταίο ιδιαίτερα.
Ακόμη περισσότεροι είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το φαινόμενο μεγιστοποιείται σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας όπως η τωρινή, καθώς οι φοιτητές αναγκαζόμενοι να δουλεύουν αδυνατούν να εκπληρώνουν επαρκώς τις φοιτητικές τους υποχρεώσεις. Δεν ισχύει. Εργαζόμενοι φοιτητές μπορούν να εντάσσονται σε καθεστώς μερικής φοίτησης με λιγότερο φόρτο μαθημάτων και τουλάχιστον διπλάσιο χρόνο φοίτησης. Το ίδιο ισχύει και για φοιτητές με αναπηρία, περιπτώσεις ασθένειας και ανωτέρας βίας. Υπάρχει σαφής πρόβλεψη στο νόμο.
Αλλού είναι το πρόβλημα. Κάθε φοιτητής που εισέρχεται στο ελληνικό πανεπιστήμιο έχει το πρωτότυπο δικαίωμα να προχωράει από το ένα εξάμηνο στο επόμενο χωρίς να έχει περάσει επιτυχώς όλα τα μαθήματα του προηγούμενου ακόμη και αν αυτά αποτελούν συνέχεια μαθημάτων μεγαλυτέρων ενοτήτων, πχ. Φυσικη Ι, Φυσική ΙΙ. Έτσι λοιπόν ο φοιτητής μπορεί να έχει φτάσει στο τελευταίο εξάμηνο φοίτησης, χρωστώντας μαθήματα του πρώτου εξαμήνου, θεωρητικά δε ακόμη και το σύνολο των μαθημάτων. Για το πανεπιστήμιο, ακόμη και με τον νέο νόμο, ο συγκεκριμμένος φοιτητής δεν δημιουργεί πρόβλημα μέχρι και τον χρόνο που θα συμπληρωθούν τα ν+2, ή ν+3 χρόνια φοίτησης, οπότε θεωρητικά αν υπάρξει υπέρβαση, θα διαγράφεται. Η φοίτηση του δηλαδή προχωράει χωρίς παρακολούθηση της προόδου του και χωρίς να υπάρχει κάποια συμβουλευτική διαδικασία ή έστω έγκαιρη προειδοποίηση όταν είτε από επιπολαιότητα είτε από αδιαφορία ή ακόμη και αδυναμία, συσσωρεύει συνεχώς μαθήματα και στη συνέχεια χαμένο χρόνο.
Η λογική του νόμου βασίζεται στον φόβο της διαγραφής και στην ανασταλτική λειτουργία του για όσους ολιγωρούν, υπάρχει όμως και εκείνο το «κατ΄εξαίρεση υπέρβαση» που αφήνει χαραμάδα. Δυστυχώς το ανώτατο όριο φοίτησης από μόνο του έχει δοκιμαστεί και στο παρελθόν και έχει αποτύχει. Μιά αναζήτηση στο διαδίκτυο αποκαλύπτει νόμους και δηλώσεις πρώην υπουργών παιδείας που ήταν βέβαιοι ότι θα έλυναν οριστικά το πρόβλημα των αιωνίων φοιτητών πριν μερικά χρόνια. Δεν συνέβη. Σήμερα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), το 42% των προπτυχιακών φοιτητών έχουν ήδη ξεπεράσει το ανώτατο όριο σπουδών τους.
Αν επιθυμούμε πραγματικά μία τομή και ειλικρινή απαλλαγή από το πρόβλημα θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι ανεξέλεγκτη φοίτηση για την φοίτηση με μεταφορά μαθημάτων από εξάμηνο σε εξάμηνο και από έτος σε έτος που οδηγεί σε συσσώρευση μαθημάτων, δεν μπορεί να υπάρχει. Όποια αποφοίτηση γίνεται αδύνατη ακόμη και με ευεργετικές ρυθμίσεις. Εκτός και αν έχουμε αποφασίσει ότι λίγο πριν την εκπνοή της τελευταίας ευκαιρίας να περνάνε όλοι όλα τα μαθήματα ενδίδοντας σε πιέσεις και πολιτικό κόστος.
Αλλά τότε για ποιά αναβάθμιση πανεπιστημίων μιλάμε;. Γιατί πως να αποφοιτήσει κάποιος σε ν+2, άντε και σε τέσσερα ακόμη χαριστικά εξάμηνα όταν χρωστάει πάνω απο το 50% των μαθημάτων του; Και όταν απόκτηση πτυχίου σημαίνει ταυτόχρονα και άδεια άσκησης επαγγέλματος για πολλά αντικείμενα σπουδών, πως να εμπιστευτείς πχ. κάποιον που γέρασε να σπουδάσει γιατρός; Η βαθειά ριζωμένη αντίληψη της μεταφοράς μαθημάτων αποτυπώθηκε ακόμη και σε προκήρυξη υποτροφιών (!) από την προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου, όσων φοιτητών περνούσαν επιτυχώς όχι το100% αλλά το 60% των εξαμηνιαίων μαθημάτων τους!
Τα μαθήματα πρέπει να ολοκληρώνονται επιτυχώς με το τέλος του κάθε εξαμήνου ή στις επαναληπτικές εξετάσεις του Σεπτεμβρίου. Να δίνεται η δυνατότητα μίας ή δύο ακόμη ευκαιριών για αυστηρά περιορισμένο αριθμό μαθημάτων, πριν την απώλεια του δικαιώματος συνέχισης των σπουδών. Το εφαρμόζουν όλα τα ξένα πανεπιστήμια.
Το νομοσχέδιο με τον ορισμό ανώτατου ορίου φοίτησης κάνει ένα πρώτο βήμα. Για να ολοκληρωθεί θα πρέπει να προχωρήσει και στο επόμενο το πιο αποφασιστικό, που δεν είναι άλλο από τη θέσπιση κανόνων και υποχρεώσεων όσον αφορά την φοίτηση από την πρώτη κιόλας ημέρα εισόδου των φοιτητών στα πανεπιστήμια. Μόνο έτσι θα σταματήσει να διαιωνίζεται ένα νοσηρό και ιδιάζον φαινόμενο των ελληνικών ΑΕΙ.