H Αικατερίνη Σακελλαροπούλου | CreativeProtagon
Απόψεις

Μια δικαστής που άξιζε να γίνει πρόεδρος

Η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, νέα επικεφαλής του ΣτΕ, δεν ανήκει στην κατηγορία των προσώπων χωρίς έρμα, εκείνων που επιλέγονται με βαθιές βουτιές στην επετηρίδα, απλά και μόνον γιατί είναι, και θέλουν να παραμείνουν, αρεστοί στους κυβερνώντες
Ελευθερία Κόλλια

Η ανάδειξη της Αικατερίνης Σακελλαροπούλου, ως νέας προέδρου στο Συμβούλιο της Επικρατείας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ήταν είδηση ευχάριστη για πολύ κόσμο, νομικό – δικαστικό – πολιτικό. Επιτέλους, η κυβέρνηση κάτι έμαθε από τα λάθη των επιλογών του παρελθόντος και επέλεξε για την κορυφή του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου μία δικαστή που άξιζε τον κόπο να γίνει πρόεδρος. Η κίνηση διαθέτει και άλλη σημαντική διάσταση: πρώτη φορά στα χρονικά του ΣτΕ, τοποθετείται σε αυτόν τον εμβληματικό θώκο, γυναίκα– όλοι οι προηγούμενοι 21 πρόεδροι ήταν γένους αρσενικού.

Το όνομα της Σακελλαροπούλου ακουγόταν πολύ τις δυο τελευταίες εβδομάδες, τουλάχιστον σε όσους έχουν πάρε – δώσε με τον κόσμο της Δικαιοσύνης. Μπορεί να μην ήταν η αρχαιότερη αντιπρόεδρος του ΣτΕ, και άρα πρώτη στην επετηρίδα, όπως ο Αθανάσιος Ράντος (επίσης δικαστής με εκτόπισμα), η πιθανή προεδρία της συγκέντρωνε ωστόσο χαρακτηριστικά δυσεύρετα. Πρώτον, είναι ικανή ως δικαστής, με στίγμα σύγχρονο και προοδευτικό σε πλήθος υποθέσεων, κυρίως Περιβαλλοντικών (αφού η «ειδίκευσή» της θεωρείται το Δίκαιο Περιβάλλοντος) αλλά όχι μόνο· από την εκτροπή του Αχελώου στον Θεσσαλικό κάμπο, και τα μεταλλεία Χρυσού στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής ως τα προσφυγικά της λεωφόρου Αλεξάνδρας.

Χαίρει εκτίμησης από τους συναδέλφους της, βασικό στοιχείο καθώς διασφαλίζει –τουλάχιστον την προοπτική για– νηνεμία στο δικαστήριο. Ενας πρόεδρος που δεν μπορεί να κερδίσει τον σεβασμό των δικαστών του ΣτΕ, ένας πρόεδρος «φυτευτός» άνωθεν, είναι καταφανώς ένας πρόεδρος που δεν μπορεί να το διοικήσει.

Και το τρίτο, και κυριότερο: δεν ανήκει στην κατηγορία των προσώπων χωρίς έρμα, εκείνων που επιλέγονται με βαθιές βουτιές στην επετηρίδα, απλά και μόνον γιατί είναι, και θέλουν να παραμείνουν, αρεστοί στους κυβερνώντες.

Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση: οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ άργησαν, αλλά τελικά το πήραν το μάθημα. Έπαθαν βεβαίως για να μάθουν. Και πέρασαν πολλά, για να τα εμπεδώσουν. Παίζει ασφαλώς ρόλο και το γεγονός ότι η κυβέρνηση βρίσκεται στη συγκεκριμένη φάση, με τις εκλογές ante portas, και προτιμά να πορευθεί με μία επιλογή αξιοπρεπή και λογική, η οποία όχι μόνο θα εκπέμψει θετικά μηνύματα στους δικαστές αλλά και δεν θα την προδώσει, στην περίπτωση που η έκβαση των εκλογών θελήσει την πρόεδρο του ΣτΕ υπηρεσιακή Πρωθυπουργό.

Κοινώς, ο κόσμος της Δικαιοσύνης είναι ευτυχής, που η κυβέρνηση κατάλαβε έστω και την ύστατη ώρα ότι ο ευτελισμός του θεσμού, με πρόεδρο ένα πρόσωπο χωρίς ειδικό βάρος, που θα δεχόταν τόνους αμφισβήτησης, δεν θα μπορούσε να βγάλει πουθενά – η γελοιοποίηση αμφοτέρων θα ήταν μονόδρομος.

Η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής έδειξε άλλωστε τη λύση: από τη δεξαμενή των υποψηφίων που πέρασαν από τη διαδικασία της ακρόασης (η οποία έχει αμιγώς γνωμοδοτικό χαρακτήρα), η Σακελλαροπούλου ήλθε πρώτη. Μαζί της, ο Αθανάσιος Ράντος και η Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου το όνομα της οποίας είχε συζητηθεί πολύ ως πιθανής προέδρου, καθώς χαίρει της διαχρονικής εμπιστοσύνης της τέως προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου.

Το πάθημα-μάθημα δεν είναι άσχετο με τη Βασιλική Θάνου. Μπορεί να αξιοποιήθηκε ως προϊσταμένη του Νομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού και να διανύει ησύχως –σε δημόσιο επίπεδο– την περίοδο μετά τη λήξη της θητείας της, είναι ωστόσο βέβαιο ότι τα μέλη της κυβέρνησης θα ήθελαν να πιούν το νερό της λησμονιάς ως προς το τι συνέβη στη Δικαιοσύνη, υπό τη δική της ηγεσία· με δικαστές και εισαγγελείς σε θέση μάχης και ορυμαγδό γεγονότων – ανακοινώσεων – απειλών να δυναμιτίζουν το τοπίο.

Ως πιο αποτρεπτικό όλων αναντίρρητα λειτούργησε το πρόσφατο παράδειγμα του Νικόλαου Σακελλαρίου. Ο οποίος επελέγη εν χορδαίς και οργάνοις με βασικό κριτήριο τις αντιμνημονιακές του θέσεις, και κατέληξε να μη μιλιέται με το Μέγαρο Μαξίμου, ούτε σε θεσμικό-τυπικό επίπεδο. Εκ της φύσεώς του δεν υπήρξε άλλωστε ποτέ ο χαρισματικός εκείνος πρόεδρος που θα μπορούσε να διευθύνει το δικαστήριο μαεστρικά. Μοναχικός, εσωστρεφής, χωρίς επικοινωνιακά προσόντα, είχε κριθεί από πολλούς συναδέλφους του «στρυφνός» και «απόμακρος». Ανώτατοι δικαστές, με επιστολές, του ασκούσαν δριμύτατη κριτική για τον τρόπο με τον οποίο κινούνταν σε θέματα εσωτερικής λειτουργίας του δικαστηρίου. Παρεμπιπτόντως, η στάση που είχε τηρήσει ο ίδιος τις ημέρες των διασκέψεων για το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών, ματαιώνοντας την Ολομέλεια, και η σχετική υποστηρικτική ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ είχαν κάνει τη Σακελλαροπούλου, καθώς και τον τότε αντιπρόεδρο του δικαστηρίου Χρήστο Ράμμο, να παραιτηθούν από την Ένωση – κίνηση εξόχως συμβολική καθώς η νυν πρόεδρος έχει διατελέσει γενική γραμματέας, αντιπρόεδρος και πρόεδρος της (σσ: στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι οι σχέσεις τους εξομαλύνθηκαν ξανά με την πάροδο του χρόνου).

Το ότι το ΣτΕ απέκτησε γυναίκα πρόεδρο, εσκεμμένα δεν το σχολίασα περισσότερο. Και πολύ άργησε…

ΥΓ. Τη «λογική Σακελλαροπούλου» υιοθέτησε το υπουργικό συμβούλιο και στις επιλογές αντιπροέδρων, τόσο στο ΣτΕ, με τον Δημήτριο Σκαλτσούνη και τον Μιχάλη Πικραμένο, όσο και στον Αρειο Πάγο, με τον Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, την Ειρήνη Καλού, και τη Δήμητρα Κοκοτίνη. Από τη δεξαμενή αυτή, των καλών δικαστών, ξεχωρίζει ιδιαίτερα η περίπτωση του Μιχάλη Πικραμένου, καθηγητή της Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ, η «υποψηφιότητα» του οποίου είχε εξαρχής θετικό πρόσημο, λόγω υψηλής κατάρτισης, ευλογήθηκε μάλιστα από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής (συγκαταλεγόταν στις τρεις προτάσεις της), ως εκ τούτου η ανάδειξη θεωρείται δίκαιη, παρότι δεν ήταν ψηλά στην επετηρίδα.