Η τρίτη σεζόν των «Αγριων Μελισσών» ξεκίνησε πριν από λίγες εβδομάδες. Οι φανατικοί τηλεθεατές της την περίμεναν πώς και πώς. Είναι, άλλωστε, η σειρά-φαινόμενο των τελευταίων χρόνων, που έσπασε τα κοντέρ τηλεθέασης, δημιουργώντας έναν σταθμό στη σύγχρονη μυθοπλασία. Το ξεκίνημά της φέτος, όμως, μοιάζει να μην έχει τα μηχανάκια της AGB με το μέρος του. Οχι ότι τα πάει άσχημα, αλλά δεν κάνει τα νούμερα τα οποία πετύχαινε έως τώρα.
Φυσικά, φέτος ο ανταγωνισμός είναι μεγαλύτερος. Η τηλεόραση, ιδιωτική και δημόσια, έχει επενδύσει για τα καλά στη μυθοπλασία και οι τηλεθεατές έχουν πληθώρα επιλογών. Ένα κάρο σειρές έχουν μπει στο πρόγραμμα, αρκετές εξ αυτών αξιόλογες, και σε καλούν να περάσεις το βράδυ μαζί τους. Επίσης, οι «Αγριες Μέλισσες» διανύουν τον τρίτο χρόνο τους, κι αυτό ίσως να παίζει το ρόλο του. Είναι ένα πρόγραμμα κουρασμένο, και πλέον πιο αδύναμο μπροστά στη φρέσκια πραμάτεια των καναλιών.
Θα μπορούσε, άραγε, η πτώση να οφείλεται και στο περιεχόμενο του νέου κύκλου; Φέτος, η σειρά έχει ως χωροχρονική αφετηρία της την περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα. Οι ιστορίες των χαρακτήρων εξελίσσονται μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό και παράλογο πλαίσιο, από το οποίο πέρασε η χώρα την εν λόγω επταετία, που στιγμάτισε τη νεότερη Ιστορία της. Είναι ένα πλαίσιο που βλέπουμε κυρίως σε ντοκιμαντέρ και αφιερώματα, και όχι στη μυθοπλασία.
Στα «Καλύτερά μας χρόνια», την πετυχημένη σειρά της ΕΡΤ, έχουμε τον ίδιο σκηνικό χωροχρόνο. Εκεί, όμως, το σκληρό αυτό πλαίσιο «γλυκαίνει» από το χιούμορ. Είναι μια κωμική σειρά. Στις «Αγριες Μέλισσες», το πλαίσιο παραμένει τραχύ και αποδίδεται όπως περίπου ήταν. Βλέπουμε το δικτατορικό καθεστώς να περνάει από την οθόνη μας ωμό. Οι ήρωες πέφτουν στον χωρίς λογική και δικαιοσύνη μηχανισμό του. Καταπιέζεται η καθημερινότητά τους, εξορίζονται, βασανίζονται, χάνουν οικείους, συμβιβάζονται ή μένουν ασυμβίβαστοι και την πληρώνουν ακριβά, με ξύλο ή με θάνατο.
Είναι η πρώτη φορά που μπαίνει η δικτατορία σε ελληνική δραματική, καθημερινή σειρά, μέσα σε ρεαλιστικό πλάνο. Που αφήνει την κουρτίνα να πέσει για να δεις τι γινόταν τότε, ξεγυμνωμένο, μέσα από σκηνές και υπόθεση. Μυθοπλαστικά και σκηνοθετικά είναι δοσμένο με αρκετή δεξιοτεχνία. Και μέχρι στιγμής, έχουν περάσει από τη μικρή οθόνη συγκλονιστικές σκηνές. Αντέχουμε, όμως, να τις βλέπουμε;
Η αλήθεια είναι ότι κάποιες στιγμές της σειράς θέλουν γερό στομάχι. Γιατί αυτή η συνθήκη, που πέταξε τη δημοκρατία στα σκουπίδια, σε γεμίζει θλίψη και θυμό. Είναι αποκρουστική. Στα social media, που λειτουργούν πάντα ως ένα μικρό βαρόμετρο της κοινής γνώμης, η αντανάκλαση της σκληράδας των φετινών «Αγριων Μελισσών» διαγράφεται ξεκάθαρα στα σχόλια. Τα οποία είναι μεν εγκωμιαστικά για την επιλογή του περιεχομένου του φετινού κύκλου και για τον τρόπο με τον οποίο αποδίδεται, αλλά δεν κρύβουν και τη δυσκολία τού να βλέπεις σκηνές με τις οποίες σου σφίγγεται το στομάχι βραδιάτικα.
Ισως όμως να είναι απλώς θέμα συνήθειας. Δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τα άχαρα σημεία της ελληνικής Ιστορίας στην οθόνη, πόσο μάλλον στη μικρή οθόνη. Δεν μας είναι εύκολο να το διαχειριστούμε. Και η ελληνική μυθοπλασία δεν μας βοηθούσε μέχρι τώρα να το κάνουμε. Το απέφευγε.
Οι «Αγριες Μέλισσες» είναι ένας σταθμός και ως προς αυτό. Περνούν στην τηλεόραση ένα ζόρικο κομμάτι του παρελθόντος, σε μορφή καθημερινής σειράς. Και αυτό συμβαίνει στη λεγόμενη «prime time ζώνη», την πλέον εμπορική, όπως τη λένε. Ενώπιον ενός κοινού που έχει ζήσει τη χούντα και θυμάται, ενός κοινού που την έχει μάθει από τους γονείς και τους παππούδες του, αλλά και ενός κοινού που δεν έχει ιδέα για το τι γινόταν τότε. Αυτό το κοινό ίσως μάθει την κυριολεκτική σημασία της λέξης «φασισμός» μέσα από την τηλεόραση.
Από αυτή την άποψη, αξίζει να σφίξει κανείς το στομάχι και να παρακολουθήσει.
ΥΓ. Το παρανοϊκά σκληρό «Squid Game», πώς το βλέπουμε δηλαδή; Εκεί αντέχει το στομάχι μας;