Σταθερό παράπονο κάθε ευρωπαίου αξιωματούχου που έχει ασχοληθεί έστω και για λίγο με την Ελλάδα είναι ότι σχεδόν συστηματικά το πολιτικό μας σύστημα επιλέγει να πιστώνεται τα οφέλη των θετικών ευρωπαϊκών πολιτικών ή χρηματοδοτήσεων, αλλά να χρεώνει κάθε αρνητικό στις Βρυξέλλες.
Oταν εγκαινιάζεται μια γέφυρα «είναι αποτέλεσμα των προσπαθειών της κυβέρνησης και του ελληνικού λαού», όταν πρέπει να ανοίξει μια Μονάδα Διαχείρισης Απορριμμάτων «το απαιτούν οι Βρυξέλλες».
Ομολογουμένως το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Ισχύει και για άλλες χώρες, με αποτέλεσμα να προωθείται έτσι ένας ιδιότυπος ευρωχρηματοδοτούμενος αντιευρωπαϊσμός. Ωστόσο στη χώρα μας κορυφώθηκε την εποχή των μνημονίων όπου οι αποφάσεις έγιναν πιο επώδυνες και αφορούσαν οριζόντια την ελληνική κοινωνία.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις ανακοίνωναν φόρους και περικοπές που επέβαλλε η τρόικα ή οι θεσμοί, ενώ από το εξωτερικό υποστήριζαν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα τα επέλεγε και τα επέβαλλε η Αθήνα, και μόνον ο οικονομικός στόχος ορίζονταν εκτός. Φυσικά, ακόμα και αν ίσχυε πλήρως αυτό, η απάντηση Βρυξελλών και Ουάσινγκτον έκρυβε και έναν βαθμό υποκρισίας, καθώς ήταν σαφές ότι τόσο μεγάλα οικονομικά μεγέθη «προσαρμογής» θα προέκυπταν πρωτίστως από περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών επιδομάτων. «Ναι, αλλά όχι μόνον από αυτά» απαντούν επίμονα οι ξένοι φίλοι μας, καθώς θυμίζουν ότι η Ελλάδα με μεγαλύτερη ευκολία αύξανε τους φόρους απ’ ό,τι επεδίωκε ουσιαστικές-δομικές μεταρρυθμίσεις που θα έδιναν φτερά στην οικονομική ανάπτυξη.
Για αυτό και ήταν μόνιμη επωδός ότι «η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει την ιδιοκτησία του προγράμματος». Δηλαδή, να μην εφαρμόζει αποσπασματικές περικοπές για να περνά τις αξιολογήσεις, αλλά να πιστεύει στην υλοποίηση ενός συνολικού προγράμματος που θα διαμόρφωνε τη μεταμνημονιακή Ελλάδα. Να μην παίζει μόνο με τα νούμερα, αλλά να αλλάζει ουσιαστικά τις αντιλήψεις που έφεραν τη χώρα στο αδιέξοδο.
Η πραγματικότητα που ζούμε, αλλά και όσα καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις, δείχνουν ότι αυτό δεν συνέβη, αλλά εν πάση περιπτώσει φτάσαμε στο σήμερα.
Τα μνημόνια τελείωσαν, όπως πανηγυρίζει η κυβέρνηση.
Και τώρα, παραφράζοντας τον Καβάφη, «τι θα γένουμε χωρίς μνημόνια. Οι θεσμοί αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».
Και ποιος θα χρεώνεται πλέον τις αντιδημοφιλείς αποφάσεις; Ή μήπως δεν θα υπάρξουν πλέον αντιδημοφιλείς αποφάσεις καθώς θα πορευόμαστε στα εύφορα λιβάδια της ανάπτυξης και της ευημερίας όπου θα ανθίζουν ευρωπουλιές!
Επειδή τέτοια λιβάδια δεν διαφαίνονται στον ορίζοντα, καλό θα ήταν να κοιταχτούμε με ειλικρίνεια μεταξύ μας. Οι ξένοι έκαναν αυτό που θεωρούσαν καθήκον αλληλεγγύης ή έστω επιλογή δικού τους συμφέροντος (ας το πούμε όπως θέλουμε) και τώρα μένουμε μόνοι μας ξανά, κατ’ επιλογή χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Με δεσμεύσεις διαρκείας, χωρίς όμως χρήματα.
Η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να υποβαθμίσει τα «υπόλοιπα» που αφήνει το μνημόνιο σε βάθος χρόνου, τα μέτρα και την εποπτεία, αναβαθμίζοντας συμβολικές ενέργειες απόδειξης «οικονομικής εθνικής κυριαρχίας».
Και τώρα χωρίς Μνημόνια θα πρέπει να βρεθεί άλλο σημείο πολιτικού καθορισμού, ή ετεροκαθορισμού όπως είχαμε μέχρι σήμερα με το λεγόμενο αντιμνημόνιο.
Πλέον όμως η χώρα χρειάζεται ένα διαφορετικό αφήγημα για την πορεία της, για το πού πάμε μετά τον μονόδρομο του μνημονίου. Μονόδρομο όπως αναγνωρίσθηκε ακόμα και από τους θιασώτες αντιμνημονιακού «μνημονισμού».
Το ζήτημα είναι αν θα απαντήσουμε στις πραγματικές προκλήσεις με ρεαλιστικούς όρους ή αν θα επιστρέψουμε στο να κυνηγάμε ανεμόμυλους και να σκιαμαχούμε. Οι απαντήσεις θα έρθουν το αμέσως επόμενο διάστημα. Αν και όσα ψιθυρίζονται αρμοδίως μέχρι στιγμής δεν ακούγονται και πολύ αισιόδοξα. Για να δούμε.