Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να δω το ματς Παρί Σεν Ζερμέν – Μάντσεστερ Σίτι, γενικώς ό,τι φέρνει σε γκαζόν στη μικρή οθόνη μού προκαλεί δέκατα. Εψαξα στη δεύτερη συσκευή του σπιτιού κάτι να χαζέψω. Η Μεγάλη Τετάρτη, που θα εξέπνεε σε λίγες ώρες, ήταν ημέρα εξαιρετικά κουραστική. Έπεσα πάνω στον Νίκο Πορτοκάλογλου –τοτέμ από την εποχή των Φατμέ– και τη Ρένα Μόρφη –ύπαρξη εμφανώς νεραϊδένια– στο «Μουσικό Κουτί» τους. Κι έμεινα ακούνητη όσο κράτησε η εκπομπή.
Καλεσμένοι τους, η Σαβίνα Γιαννάτου, ο Δημήτρης Υφαντής και ο δεξιοτέχνης της πολίτικης λύρας Σωκράτης Σινόπουλος. Συνέλαβα τον εαυτό μου να παρακολουθεί με λαιμαργία τις μουσικές επιλογές τους. Δεν ήθελα με τίποτα να δω τους τίτλους τέλους της εκπομπής. Απογειώθηκα με την αισθητική της. Το αποτέλεσμα ήταν γνήσιο, αυθεντικό. Συγκινητικά ωραίο. Αληθινά «θρησκευτικό»: η ποίηση της Μεγάλης Εβδομάδας είχε χωρέσει φευγαλέα σε μια οθόνη.
«Το Μινόρε της Αυγής», παρέα με το «Dance me to the end of love», οι «Παναγιές του κόσμου» και η «Λιλιπούπολη» στον ίδιο καμβά με το «Ω, Γλυκύ μου Εαρ». Οι άνθρωποι φέρονταν με ευαισθησία και χιούμορ, ασκούσαν επαγγελματική γοητεία, είχαν εμφανώς δουλέψει για το αποτέλεσμα, συνομιλούσαν με σεβασμό με τον κόσμο, αναμετρούνταν με τον καλό τους εαυτό. Απαντούσαν με ενδιαφέροντα τρόπο στην τηλεοπτική πρόκληση για μια ωραία μουσική ιστορία. Ερμήνευαν τα τραγούδια με τρόπο ουσιαστικό, τίποτε φανταχτερό ή κάλπικο δεν μπορούσε να τους τα μαγαρίσει.
Αντίδοτο στην… τσιφτετελοποίηση
Το «Μουσικό Κουτί» δεν έχει καμία σχέση με άλλες μουσικές εκπομπές στην ελληνική τηλεόραση – συνήθως viral για τα τσιφτετέλια φιδίσιων κορμιών. Δεν έχω τίποτα με τα τσιφτετέλια, ούτε με τα φιδίσια κορμιά, μάλλον το θεματάκι του viral είναι το πρόβλημά μου.
Το «Μουσικό Κουτί» είναι άλλο, διαφορετικό από το κουτί της Πανδώρας, μέσα από το οποίο ξεπηδούν βατράχια και μυθώδη τέρατα, χρόνια τώρα, σε βάρος της μικρής οθόνης. Εχει δομηθεί για να απευθυνθεί σε ευρύ κοινό, χωρίς να αφήνει απ’ έξω κι αυτούς που δεν εκπροσωπούνται τη στιγμή αυτή στο γενικότερο περιεχόμενό της. Για τηλεθεατές που αντιπαθούν τις αθλιότητες πολλών ριάλιτι, που δεν συνηθίζουν να ανοίγουν μπουκάλια στις μεγάλες πίστες (προ κορονοϊού έστω), που έχουν σταματήσει να προσκυνούν την αξία τού φαίνεσθαι. Για μια ολόκληρη κατηγορία που, σχεδόν συμπλεγματικά, δεν ορθώνει το ανάστημά της, από φόβο μήπως την κατηγορήσουν για υπεροψία και ελιτισμό.
Σε μια εποχή που (μπροστά στην παντοκρατορία του Διαδικτύου) η μικρή οθόνη δεν αισθάνεται πολύ καλά, το «Μουσικό Κουτί» έρχεται να σώσει την τιμή της τηλεόρασης και δη της δημόσιας τηλεόρασης. Σας το φύλαγα για το τέλος: η εκπομπή προβάλλεται από την ΕΡΤ1. Αγνοώ ποιος έδωσε την τελική έγκριση για την ύπαρξη της μουσικής αυτής έκπληξης, ξέρω όμως καλά ότι μπορεί πλέον να την προσθέσει ως κατάκτηση στο βιογραφικό του. «Ξέρω», μακριά από την ταμπέλα του τηλεοπτικού ειδήμονα, ως απλή τηλεθεάτρια, κατά κανόνα αόρατη στις μετρήσεις και τις επιλογές πλείστων όσων καναλιών.
Κάτι συμβαίνει στο Ραδιομέγαρο…
Αν το «Μουσικό Κουτί» συνδυαστεί και με άλλες επιλογές της ΕΡΤ, όπως το ευαίσθητο (μελαγχολικό βεβαίως) «Το Μαγικό των Ανθρώπων» στην ΕΡΤ2 ή τη μυθοπλασία-κέντημα του «Βabylon Βerlin» στην ΕΡΤ3, θα πρέπει να σκεφθούμε ότι κάτι ενδιαφέρον συμβαίνει στο ξακουστό —όχι πάντα για θετικούς λόγους— βασίλειο της δημόσιας τηλεόρασης. Να το γράφουμε, να το διαδίδουμε από στόμα σε στόμα, μην τυχόν κι εξαφανιστεί, μην τυχόν και το καταπιεί, μαζί του κι εμάς, ο βόρβορος του χυδαίου, που κακώς, κάκιστα, ταυτίζεται με το μαζικό, κι «αυτό που θέλει ο κόσμος». Την πιπίλα των καναλιών, αιώνιο άλλοθι για όλες τις λάθος επιλογές τους.