Το φινάλε ήταν εντυπωσιακό. Παρά τους χαμηλούς τόνους, που κράτησε επί 72 μέρες. Περήφανος, συγκινημένος για την εθνική νίκη που επέτυχε μια ολόκληρη χώρα υπό την καθοδήγησή του – ως επικεφαλής, ασφαλώς, της Επιτροπής ειδικών επιστημόνων.
Ο Σωτήρης Τσιόδρας, εκ των πρωταγωνιστών (μαζί με τον υφυπουργό Νίκο Χαρδαλιά), αν όχι ο πρωταγωνιστής της καθημερινής ενημέρωσης των 6.00 μ.μ., ανακοίνωσε την Τρίτη το απόγευμα ότι παύει η συνήθεια της έκτακτης ανάγκης (εφεξής: καθημερινή γραπτή ενημέρωση έως τις 31 Μαΐου, και στη συνέχεια μία φορά την εβδομάδα). Και εκείνος επιστρέφει στη δική του κανονικότητα – καθημερινότητα, αποχωριζόμενος τον τηλεοπτικό φακό με τον οποίο αιφνιδίως και μάλλον απροθύμως βρέθηκε αγκαλιά τον Μάρτιο. Εκείνον τον Μάρτιο που πυροδοτήθηκε ο φόβος στον πλανήτη και η Ελλάδα αισθάνθηκε μια ανάσα μακριά της τον κίνδυνο του ιού, παρακολουθώντας την Ιταλία να παραπαίει.
Τα social media, το βαρόμετρο των καιρών, υποκλίθηκαν στο «αντίο» Τσιόδρα. Περίσσεψαν τα «ευχαριστούμε» και η ευγνωμοσύνη, τα «chapeau bas» και τα «respect». Σε αυτούς τους περίπου τέσσερις μήνες, υπό πρωτόγνωρη συνθήκη πίεσης, ο κόσμος πείσθηκε ότι η Ελλάδα θα ήταν καλύτερη αν ρεπλίκες του καθηγητή κάλυπταν θέσεις ευθύνης. Αν οι Τσιόδρες πολλαπλασιάζονταν, και γίνονταν περισσότεροι από τους όποιους άχρηστους «άλλους», αναρμόδιους, βαρίδια στον κρατικό μηχανισμό.
Το Protagon κατέγραψε τα πλέον εμβληματικά «καρέ», τις στιγμές που συζητήθηκαν και φαίνεται ότι συνδέονται άρρηκτα πια με τα περί ιού, στη χώρα.
16 Μαρτίου. Η πρώτη ανακοίνωση. Ακόμη κι η Ελλάδα μετρούσε τότε μερικές εκατοντάδες κρούσματα, περισσότερα από τα 350. Ο καθηγητής, μουδιασμένος, ενημέρωνε τον κόσμο για μια φιλόδοξη πειραματική δοκιμή εμβολίου. Αξίζει τον κόπο να ρίξετε μια ματιά στο σχετικό βίντεο: θα διαπιστώσετε ότι ο Τσιόδρας του αποχαιρετισμού παρέμεινε (εντυπωσιακά) αναλλοίωτος ενώπιον του φακού, με τον Τσιόδρα της περιόδου εκείνης. Με την ίδια συστολή, με την ίδια ευλαβική προσήλωση στις σημειώσεις του. Χωρίς τον δέοντα τηλεοπτικό αέρα, και την άνεση – έπαρση της δεδομένης πια επιτυχίας.
«Δεν αισθάνθηκα τίποτα διαφορετικό από όλους σας», εξομολογήθηκε χθες το απόγευμα. «Αναπάντεχα και απροσδόκητα βρέθηκα τόσο κοντά σας μέσω του τηλεοπτικού φακού και μέσω απαγορευτικού. Αισθάνθηκα κοντά σας και ας μην επικοινωνούσαμε με φυσικό τρόπο».
Ο Τσιόδρας έφυγε από το προσκήνιο, όπως ακριβώς «έζησε» με τον πολύ κόσμο. Ήρεμα. Δεν έγινε άλλωστε ποτέ ο Βρετανός Νιλ Φέργκιουσον που έσπασε την καραντίνα για να δει την ερωμένη του, ούτε καν ο ιταλοαμερικανός κορυφαίος λοιμωξιολόγος Αντονι Φάουτσι που βρέθηκε πολλάκις στα μαχαίρια με τον ηγέτη της χώρας του, τον Ντόναλντ Τραμπ, για την καραντίνα και τα μέτρα. Μοναδικός εχθρός του, υπήρξε ο ιός. Κι αυτός δεν είχε τον τελευταίο λόγο.
21 Μαρτίου. Η ενημέρωση με την πιο πολυσυζητημένη αντίδραση του καθηγητή, η μέρα της συγκίνησής του. Είχε προηγουμένως δεχθεί ένα μήνυμα, από συνάδελφο του – πολύ καλό επιστήμονα, όπως είπε -, μέσω του οποίου διατυπωνόταν έμμεση κριτική: πολύς θόρυβος για να σωθούν υπερήλικες.
«Το θαύμα της ιατρικής επιστήμης εν έτει 2020 είναι ο αγώνας για την παράταση της ζωής, τη διάσωση και επιβίωση των μανάδων, των πατεράδων, των γιαγιάδων και των παππούδων μας. Χωρίς αυτούς δεν μπορούμε να υπάρχουμε ούτε να έχουμε ταυτότητα», ήταν η βουρκωμένη απάντησή του.
Τα δάκρυα του είχαν, έχουν, απόλυτη συνάφεια με τη στάση του το κρίσιμο διάστημα. Ο Τσιόδρας κόμισε άλλωστε μια τρυφεράδα στον δημόσιο λόγο της χώρας, και μάλιστα σε περίοδο σκληρού απολογισμού, έντυσε με συναίσθημα μαθηματικά μοντέλα, μετέτρεψε τις εμφανίσεις του σε αντίδοτο κατά του κυνισμού και της επιθετικότητας που έχει μπολιαστεί η δημόσια κονίστρα. Σε ένα πεδίο, όπου οι συναισθηματισμοί αντιμετωπίζονται με καχυποψία, αν δεν διακωμωδούνται κιόλας. Και τα δημόσια πρόσωπα – στην πλειοψηφία τους – τους αποφεύγουν, στην προσπάθεια τους να δείξουν άτρωτα, σοβαρά και αξιόπιστα.
10 Απριλίου. Οι κάμερες παρακολουθούν τον Σωτήρη Τσιόδρα και τον Νίκο Χαρδαλιά, συνοδεία κυβερνητικού κλιμακίου, στη συνοικία της Νέας Σμύρνης στη Λάρισα, δίπλα στους Ρομά, όπου έχουν εντοπισθεί 20 κρούσματα κορονοϊού. Ο καθηγητής προσπαθεί εν μέσω ταραχής, με τα χέρια τεντωμένα, να τους υποδείξει τις δέουσες αποστάσεις, να τους πείσει να ακολουθήσουν τα μέτρα, σαν να επιχειρεί να τους μαγέψει, να μη μπορούν να του αντισταθούν: «Είμαστε όλοι αδέλφια, μαζί σε αυτό, αδέλφια είμαστε, αλλά πρέπει να τηρείτε τα μέτρα…».
Είναι η στιγμή που ο Τσιόδρας – ο «δεξιός», ο «ορθόδοξος», ο «ιεροψάλτης», ο «πολύτεκνος», ο «συντηρητικός» των ανοίκειων επιθέσεων – γιγαντώνεται στα μάτια των επικριτών του, κάνοντας πρόσωπα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κι εφημερίδες φιλικά διακείμενες σε αυτήν, να του βγάλουν το καπέλο.
Ο Τσιόδρας λειτούργησε ως γιατρός, χωρίς στεγανά και προκαταλήψεις, με μοναδική έγνοια να μην υπάρξει διασπορά του ιού. Και η συμπεριφορά του, που πέρασε από τόσα ιδεολογικά κόσκινα, δεν παρουσίαζε τελικά κομματικές αποχρώσεις, μίση κι εχθρότητες. Ο «άλλος» απέναντι του ήταν, πρωτίστως και μόνο, επίφοβος ασθενής.
21 Απριλίου. Τρίτη του Πάσχα. Ο Τσιόδρας ζητεί από τον κόσμο να τον συγχωρήσει. «Προτού μιλήσω με κάποια αισιοδοξία, θέλω να σας ζητήσω και μια μικρή συγγνώμη, γιατί πολλές φορές, με αυτά που ανακοινώνω, όπως κι εγώ έτσι και εσείς είναι απόλυτα φυσιολογικό να αισθανόμαστε θλίψη, στρες ακόμη ίσως και σύγχυση. Οι απαντήσεις δεν είναι ξεκάθαρες, σε όλες τις στρατηγικές υπάρχει μια αβεβαιότητα», δηλώνει.
Δεν υπάρχει αμφιβολία: το θρησκευτικό αίσθημα του καθηγητή λειτούργησε καθοριστικά για αυτή την έκφραση ταπεινότητας. Μέρες Πάσχα, της μεγαλύτερης γιορτής για τη χριστιανοσύνη, μέρες ανύψωσης και δέους για τους πιστούς ανά τον κόσμο, κι εκείνος επέμενε σε κρούσματα και θανάτους. Σε μια λανθάνουσα ανάγνωση, ο καθηγητής ζήτησε συγγνώμη, έχοντας πλήρη συνείδηση του τι εκπροσωπούσε. Σαν τα κακά μαντάτα, τέτοιες μέρες, να αντέκρουαν τον ίδιο του το ρόλο, ρόλο συνεκτικό, συμβολικό, «σανίδα» για να κρατηθεί ο κόσμος.
30 Απριλίου. Από τις λίγες φορές που άφησε τον εκνευρισμό του να φανεί. Τον έβγαλαν από τα ρούχα του «κύκλοι» που επιχειρούσαν τρικλοποδιά.
«Προσπαθούν κάποιοι κύκλοι να τονίσουν υπέρμετρα τις επιστημονικές αβεβαιότητες. Δεν τις ξέρουμε δηλαδή εμείς; Και να βγάλουν αντιφάσεις προς τα έξω, προς τον κόσμο. Να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κόσμου με ψευδοεπιστημονικά επιχειρήματα. Εμείς δεν έχουμε αγωνία;», είχε πει.
Ο ίδιος επέδειξε εξαιρετική ψυχραιμία αυτό το διάστημα των 72 ημερών. Σε δημοσιεύματα, σε προκλητικές (σε ύφος) δημοσιογραφικές ερωτήσεις, σε προσωπικούς – εις βάρος του – χαρακτηρισμούς. Κυρίως σε αναλήθειες. Κατά τον αποχαιρετισμό, εξήγησε το σκεπτικό του: «Προσπάθησα να μην εμπλακώ σε τέτοιο διάλογο. Δεν ήθελα να δώσω αφορμές για αναπαραγωγή του μη επιστημονικού λόγου. Σε μοναδικές στιγμές της ιστορίας, ίσως στη δυσκολότερη στιγμή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολύ εύκολα μπόρεσαν και αναμείχθηκαν το ψέμα με την αλήθεια. Για να αναπαραχθεί το ψέμα ως αλήθεια. Το παρανοϊκό να παρουσιαστεί ως λογικό. Τέτοιες συμπεριφορές δεν βοήθησαν, ούτε βοηθούν».
Λίγες ημέρες, νωρίτερα, στις 24 Απριλίου, και χωρίς on camera δηλώσεις, έδειχνε να μη μπορεί να κρύψει την αγανάκτησή του, όταν επισκέφθηκε την ιδιωτική κλινική «Ταξιάρχαι» στο Περιστέρι. Είχε σπεύσει με κλιμάκιο της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, ύστερα από τον εντοπισμό κρουσμάτων σε υπέργηρους ασθενείς. Η εισαγγελική παρέμβαση στην υπόθεση φαίνεται ότι δεν μείωσε την απογοήτευση του καθηγητή. Η προχειρότητα, η ανευθυνότητα είχε νικήσει – έστω και για λίγο – τη συνέπεια, τον επιστημονικό ορθολογισμό.
Ο θυμός, το αίσθημα της αδικίας, τα νεύρα, δεν είναι άσχετα με την κόπωση των ημερών εκείνων. Η ενημέρωση των 6.00 μπορεί να απεδείχθη «φωτογενής», δεν έπαυε όμως να αποτελεί αποκύημα έντονης δουλειάς, απόληξη εξοντωτικού ωραρίου. Ο Τσιόδρας ξυπνούσε αχάραγα, για να έχει επαφή με τις πηγές του, και να μπορεί εν συνεχεία να ενημερώσει τον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, μέσω τηλεδιάσκεψης. Επισκεπτόταν νοσοκομεία, γηροκομεία, ΜΕΘ, όπως αυτή του Ευαγγελισμού. Όλες οι επιτυχίες συνιστούν ασκήσεις για γερά νεύρα.
4 Μαΐου. Γελούν και τα μουστάκια του. Με πλατύ χαμόγελο, σηκώνοντας το βλέμμα από τα χαρτιά του, ανακοινώνει ότι «με μαθηματική ακρίβεια 98,5%, το R0 είναι πολύ κάτω από το 1%. Να μη σας πω το ακριβές νούμερο, είναι κάτω και από το 0,5. (…). Το παρακολουθούμε, με αισιοδοξία, με προσδοκία ότι όλοι μας θα εκμεταλλευτούμε αυτήν την καλή περίσταση και θα αισθανθούμε την πολύτιμη συμμετοχή μας στο να κατεβεί το R0 τόσο χαμηλά». Όπου R0 (ρο μηδέν), o αριθμός των ατόμων στον οποίο μπορεί να μεταδοθεί από κάποιον η νόσος – όταν το R0 ήταν ίσο με ένα, καθένας μπορούσε να τη μεταδώσει σε έναν ακόμη. Με το R0 πιάστηκε στα χέρια ο Τσιόδρας …
Ηταν το χαμόγελο της επιτυχίας, η αρχή της ευφορίας, το προοίμιο της άρσης των περιοριστικών μέτρων. Και ως γνωστόν ήταν μεταδοτικό, αφού επέτρεψε στους πολίτες να ξεμυτίσουν δίχως SMS και επέτρεψε δειλά-δειλά επαφές και εξορμήσεις.
Η ευφορία δεν μειώθηκε στον αποχαιρετισμό. Η χώρα απέφυγε ακραία σενάρια και χιλιάδες θανάτους, ίσως περισσότερους από 13.000. Όντως, «ο εχθρός δεν είχε τον τελευταίο λόγο».
Ο Τσιόδρας έμοιαζε να ίπταται την Τρίτη σαν φιγούρα του Ρενέ Μαγκρίτ. Μακριά από την οσμή θανάτου του Μπέργκαμο, πάνω από τη λάσπη και τις μικρότητες της ελληνικής πολιτικής. Κρατώντας, όπως ακριβώς το είπε, την αγάπη του κόσμου, αυτή που τον πήγε ψηλά.