Ας υποθέσουμε (και δεν θα πρόκειται για καμιά ευφάνταστη υπόθεση) ότι η κυβέρνηση του Ορμπαν στην Ουγγαρία, επικαλούμενη την υγειονομική ασφάλεια, απαγορεύει μια πορεία που αποφάσισε να διοργανώσει ένα κόμμα της αντιπολίτευσης με αφορμή κάποια επέτειο με δημοκρατικούς συμβολισμούς, π.χ. τον ηρωικό θάνατο του ποιητή Σάντορ Πέτεφι, μάρτυρα της ουγγρικής επανάστασης του 1848. Ας υποθέσουμε επίσης (πάλι χωρίς υπερβολική φαντασία) ότι σχεδόν ταυτόχρονα με την απαγόρευση της πορείας ο αρχηγός της ουγγρικής αστυνομίας απαγορεύει σε όλη τη χώρα για ένα τριήμερο κάθε συνάθροιση άνω των τριών ατόμων. Και ότι, παρ΄ όλα αυτά, το κόμμα της αντιπολίτευσης αψηφά την απαγόρευση και πραγματοποιεί την πορεία.
Πώς θα το κρίναμε αυτό εμείς εδώ, που δεν είμαστε Ουγγαρία και δεν έχουμε «ανελεύθερη δημοκρατία»; Έκανε καλά το κόμμα που αψήφησε την απαγόρευση ή όχι;
Μαντεύω ότι οι περισσότεροι, εγνωσμένων δημοκρατικών φρονημάτων αρθρογράφοι που επιδοκίμασαν την απόφαση της δικής μας κυβέρνησης να απαγορεύσει την πορεία για το Πολυτεχνείο και καταδίκασαν έπειτα (με ασυνήθιστη βιαιότητα) την παραβίαση της απαγόρευσης από το ΚΚΕ θα απαντούσαν περίπου ως εξής: η απαγόρευση της πορείας του ουγγρικού κόμματος ήταν καταρχήν σωστή, λόγω του υγειονομικού κινδύνου, και κακώς την παραβίασε το κόμμα αυτό, αλλά έχουμε σοβαρούς λόγους να υποψιαζόμαστε ότι ήταν προσχηματική και αλλού απέβλεπε, ξέρουμε δα τι εστί Όρμπαν, και την υποψία επιβεβαιώνει η ταυτόχρονη, εξοργιστικά αυταρχική απόφαση του αρχηγού της αστυνομίας του. Επομένως, καλώς την αψήφησε το κόμμα της αντιπολίτευσης!
Αυτό το λογικό παράδοξο δείχνει πόσο θολά μπορεί να γίνουν σήμερα τα όρια ανάμεσα σε μια δημοκρατική και μια δεσποτική διακυβέρνηση. Θεωρώ κι εγώ ότι ήταν σωστή η απαγόρευση της πορείας για το Πολυτεχνείο. Αλλά η πρόσθετη, πολύ σκληρότερη και πολύ πιο εκτεταμένη αστυνομική απαγόρευση (την οποία προσπέρασαν με περίεργη σιωπή οι περισσότεροι φιλοκυβερνητικοί σχολιαστές) θυμίζει πράγματι σ’ εμάς τους παλιότερους το χουντικό «αποφασίζομεν και διατάσσομεν». Τέτοιες αποφάσεις μπορεί να φαίνονται δικαιολογημένες σε μια ορισμένη συγκυρία, αλλά εγγράφουν υποθήκη για το, δυστυχώς απρόβλεπτο, μέλλον. Υπάρχουν πολλά τέτοια ιστορικά προηγούμενα. Τα διατάγματα π.χ. της κυβέρνησης Μπρύνινγκ στην επιθανάτια φάση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης έγιναν προπομπός του διαβόητου χιτλερικού Ermächtigunsgesetz, ήτοι «Νόμου Εξουσιοδότησης», που κατέλυσε και τυπικά τη δημοκρατία.
Φυσικά δεν συγκρίνω την κυβέρνηση Μητσοτάκη με εκείνη του Μπρύνινγκ ούτε του Όρμπαν. Αλλά η απόλυτη βεβαιότητα των περισσότερων φιλικών της αρθρογράφων ότι τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία θα αρθούν όλα εν καιρώ τω δέοντι με εντυπωσιάζει. Ιδίως επειδή πολλοί ανάμεσά τους έχουν αριστερή προέλευση και γνωρίζουν αυτό που λέγεται πανουργία της Ιστορίας ή ετερογονία των σκοπών. Το επιχείρημα ότι έχουμε δημοκρατία με φιλελεύθερη κυβέρνηση και αυτό αποτελεί εγγύηση για το προσωρινό των έκτακτων μέτρων αξίζει όσο η πεποίθηση κάποιου ότι δεν θα τον απατήσει ποτέ η γυναίκα του επειδή του ορκίστηκε πίστη ενώπιον του παπά που τους πάντρεψε.
Με άλλα λόγια, η βεβαιότητα ότι τα έκτακτα μέτρα περιστολής των ελευθεριών που παίρνει μια εξουσία θα είναι πράγματι έκτακτα προϋποθέτει μια σχεδόν μεταφυσική εμπιστοσύνη στους θεσμούς και στον λόγο των φορέων τους. Υπάρχει στις δημοκρατικές κοινωνίες του σήμερα τέτοια εμπιστοσύνη; Όποιος απαντήσει καταφατικά κερδίζει το πρώτο βραβείο Πάγγλωσσου, για να θυμηθούμε τον δογματικά υπεραισιόδοξο, ερήμην της πραγματικότητας, ήρωα του Βολτέρου. Όταν ακόμη και σε λαούς περιώνυμους για την πειθαρχία και την πρόθυμη συμμόρφωση με την κρατική εξουσία, όπως οι Γερμανοί, καταγράφονται τόσο υψηλά ποσοστά δυσπιστίας για τα περιοριστικά μέτρα της κυβέρνησής τους και παρατηρούνται τόσο μαζικές και βίαιες διαμαρτυρίες, τότε κάτι δεν πάει καλά. Και αυτό το κάτι δεν μπορεί να το γέννησε ξαφνικά ένας ιός.
Είναι πανεύκολο να αποφύγει κανείς το διανοητικό ξεβόλεμα από τέτοια φαινόμενα, αποδίδοντάς τα σε ψεκασμένους, φασιστοειδή, κατσαρίδες και τρωκτικά. Αν όμως έβγαζε τις χρυσές παρωπίδες της αυταρέσκειάς του, θα έβλεπε ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που δικαιολογούν αυτή τη δυσπιστία και δυσφορία. Τα εκρηκτικά κοινωνικά προβλήματα της παγκοσμιοποίησης και τα αδιέξοδα της ορθόδοξης δημοσιονομικής συνταγογραφίας τροφοδοτούν εδώ και καιρό έναν υφέρποντα αυταρχισμό της εξουσίας ακόμη και σε χώρες με μακρά δημοκρατική παράδοση. Και η πανδημία ήρθε να ενισχύσει απροσμέτρητα αυτή την τάση, φορώντας της μάλιστα το φωτοστέφανο μιας υπεύθυνης πολιτικής για την προστασία της ανθρώπινης ζωής. Παράλληλα όμως ενισχύει και τις αντιδράσεις.
Με αυτά τα δεδομένα, εκδηλώσεις ανυπακοής, έστω και από ένα ΚΚΕ (για το οποίο δεν τρέφω ούτε ιδεολογικές ούτε αισθητικές συμπάθειες), έχουν και μια θετική πλευρά. Για να μη πω κάτι περισσότερο και βγουν από τα ρούχα τους οι «εχέφρονες».