Πριν από λίγες εβδομάδες, μου ήρθε ξαφνικά μια ιδέα για ένα κείμενο. Επρεπε να το γράψω επί τόπου και να βεβαιωθώ ότι θα δημοσιευθεί άμεσα, λες και κρεμόταν από αυτό η παγκόσμια δημοσιογραφία – τα παθαίνουμε εμείς αυτά. Σήκωσα το τηλέφωνο και πήρα τον «μεγάλο» ενθουσιασμένη.
Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι ήταν Σάββατο και 10 το βράδυ. «Τι συνέβη; Είμαι έξω και τρώω», μου απάντησε. Με αιφνιδίασε. Πώς γίνεται να είναι κάποιος έξω και να τρώει όταν εμένα μου τα σκάει το κείμενο που θα αλλάξει τον ρου της Ιστορίας;
Ευτυχώς για την παγκόσμια δημοσιογραφία, ο «μεγάλος» έχει μεν την ενοχλητική συνήθεια να έχει προσωπική ζωή, αλλά σηκώνει πάντα το τηλέφωνο. Οπως και εγώ. Οπως και οι περισσότεροι από εμάς. Διότι κάνουμε μια δουλειά που στην πραγματικότητα δεν έχει ωράριο, δεν σταματάει ποτέ το αντικείμενό της, το γίγνεσθαι. Και πιθανώς έχετε δίκιο σε αυτό που σκέφτεστε, δεν είμαστε και πολύ στα καλά μας.
Υπάρχουν και άλλα επαγγέλματα σαν το δικό μας. Οι γιατροί, για παράδειγμα. Δύσκολα μπορεί κάποιος να κλείσει το τηλέφωνό του όταν έχει ασθενείς που μπορεί να τον χρειαστούν ανά πάσα στιγμή. Γι’ αυτό και οι γιατροί –όπως και οι δημοσιογράφοι και άλλα συναφή επαγγέλματα– έχουν τεράστιες δυσκολίες να συνδυάσουν την προσωπική με την επαγγελματική τους ζωή. Και κολοσσιαία επίπεδα στρες.
Διάβαζα για τον Μαγκντί Γιακούμπ, πώς η αφοσίωσή του στη δουλειά του έφερε τρομερές τριβές στον γάμο του και κάποια στιγμή η σύζυγός του τον ρώτησε αν ήξερε καν πώς λένε τα τρία τους παιδιά. Θα μπορούσε, όμως, ο Γιακούμπ να είναι αυτός που είναι αν δεν «χειρουργούσε ως τις 3 το πρωί, κοιμόταν τρεις ώρες και ξεκινούσε ξανά τη μέρα του»; Από την άλλη, δεν είναι όλοι Γιακούμπ και δεν χρειάζεται να δουλεύουν 21 ώρες το 24ωρο.
Αν ζούσαμε στην Αυστραλία, το αφεντικό μου θα μπορούσε να μου κάνει μήνυση εκείνο το Σάββατο για παρενόχληση. Οι νόμοι σε αυτές τις χώρες «προστατεύουν» πλέον τους εργαζόμενους από τέτοιου είδους περιστατικά και τους επιτρέπουν να μην απαντάνε στο τηλέφωνο, στα μηνύματα ή στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μετά τη λήξη του ωραρίου τους. Αν, δε, τιμωρηθούν επειδή αγνόησαν την κλήση, μπορούν να κάνουν μήνυση.
Εχει, όμως, κάποιο πραγματικό νόημα αυτό;
Οι νόμοι αυτοί είναι κάπως παράδοξοι. Αρχικά διότι δεν επιδιώκουν να προστατεύσουν τους εργαζόμενους μόνο από τα αφεντικά τους, αλλά και από τους εαυτούς τους. Και, κυρίως, από αυτό που είναι η σύγχρονη εργασιακή «κουλτούρα» στις white collar δουλειές, τις μη χειρωνακτικές.
Το διαδίκτυο και τα κινητά άλλαξαν τον τρόπο που ζούμε και εργαζόμαστε. Σε δεύτερο στάδιο, ήρθε και η απομακρυσμένη εργασία, που διευρύνθηκε κατά την πανδημία. Ολα αυτά μαζί θόλωσαν πάρα πολύ τα όρια μεταξύ του πότε είσαι στη δουλειά και πότε δεν είσαι. Και τελικά κατέληξες να είσαι μόνιμα.
Σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι θέμα παραγωγικότητας. Το αναπόφευκτο «κάψιμο» μειώνει την παραγωγικότητα, δεν την αυξάνει. Είναι βασικά θέμα ανταγωνισμού. Το γενικότερο επαγγελματικό περιβάλλον του 21ου αιώνα, όπου οι υπάλληλοι του Ελον Μασκ κοιμούνται στα πατώματα του γραφείου προκειμένου να διατηρήσουν το δικαίωμά τους να εργάζονται γι’ αυτόν, θυμίζει όλο και περισσότερο τη διαβόητη εργασιακή κουλτούρα των Ιαπώνων, που έφτασαν να πεθαίνουν από υπερκόπωση πάνω στα γραφεία τους. Τους Ιάπωνες τους λυπόμασταν όταν τα διαβάζαμε αυτά, τώρα κάνουμε ακριβώς τα ίδια.
Και όσο ο (κάθε) Ελον πιέζει τους επιτελείς του, εκείνοι με τη σειρά τους πιέζουν τους υπαλλήλους και οι υπάλληλοι πιέζουν τους εαυτούς τους. Και όσο πιο μεγάλη και απρόσωπη η εταιρεία, τόσο πιο πολύ ο υπάλληλος είναι στο έλεος του «από πάνω» του, ο οποίος συχνά γίνεται βασιλικότερος του βασιλέως για να αποκομίσει εργασιακά ωφέλη.
Οι ειδικοί σού λένε ότι πρέπει να ξεκουράζεσαι, να αδειάζεις το μυαλό σου, να διαχωρίζεις τη δουλειά από την προσωπική ζωή, να κοιμάσαι οκτώ ώρες κάθε βράδυ, κ.λπ. Θεωρητικά καλά τα λένε. Το γεγονός ότι υπάρχει κινητό και άρα είσαι προσβάσιμος 24 ώρες το 24ωρο δεν σημαίνει ότι πρέπει να είσαι και διαθέσιμος.
Στην πράξη, όμως, αυτό είναι κάτι που μπορεί να εμπεδωθεί –από εργαζόμενους και αφεντικά εξίσου– μόνο σε ασφαλή επαγγελματικά περιβάλλοντα. Οταν η ανεργία εκεί έξω είναι στο ταβάνι και οι καλοπληρωμένες δουλειές σπανίζουν, ποιος θα πάει να κάνει μήνυση στο αφεντικό του που τον πήρε τηλέφωνο στις 10 το βράδυ; Και άντε, πες ότι το αφεντικό σου είναι ο Ελον και μπορεί να του πάρεις μερικές εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια για να γίνεις πρωτοσέλιδο και θριαμβολογήσουν επ’ αυτού οι νομοθέτες «να, εμείς προστατεύουμε τους εργαζόμενους».
Στις λοιπές περιπτώσεις, το πιθανότερο είναι, όπως μου έχει διηγηθεί ένας φίλος που δουλεύει στον τομέα των πωλήσεων, ότι θα σηκωθεί στις 9 το πρωί της Πρωτοχρονιάς να πάει να σπάσει το ρόδι (sic) στα γραφεία με τον ιδιοκτήτη της εταιρείας στην οποίαν εργαζόταν, επειδή εκείνος βαριόταν και δεν ήθελε να πάει μόνος του.
Ολα αυτά, λοιπόν, είναι υπέροχα στα χαρτιά, αλλά μπορούν να ισχύσουν μόνο σε employee oriented αγορές, εκεί εν ολίγοις όπου το πάνω χέρι έχουν οι εργαζόμενοι, διότι υπάρχουν πάρα πολλές και καλές δουλειές, περισσότερη ζήτηση εργασίας παρά προσφορά. Δεν ξέρω πού είναι αυτές οι αγορές, άμα τις βρείτε πείτε μου.
Λίγες μέρες μετά από εκείνο το Σάββατο, το δικό μου αφεντικό πήρε το αίμα του πίσω. Μου τηλεφώνησε στις 7:30 το πρωί: «Στον στρατό μάς κάνανε εφόδους να δουν αν κοιμόμαστε», μου είπε σατανικά. Την επόμενη φορά θα του κάνω μήνυση.