Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μίλησε την Τρίτη το πρωί στην ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο. Το ίδιο είχε κάνει και τον Ιούνιο του 2015. Η σύγκριση των εικόνων και του κλίματος των δύο ομιλιών, αμείλικτη όσο και περιγραφική της μέχρι σήμερα πορείας του και του απολογισμού της θητείας του. Το καλοκαίρι του 2015 εισερχόταν στην αίθουσα με τον αέρα του νέου «επαναστάτη» που έβαζε εκρηκτικούς μηχανισμούς στα θεμέλια της ευρωζώνης και ταυτόχρονα κέρδιζε απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις. Κατάμεστη η ολομέλεια χειροκροτούσε, όχι μόνο κατά την είσοδο αλλά συχνά και κατά τη διάρκεια της ομιλίας, ενώ ακόμα και πλακάτ με τυπωμένα υποστηρικτικά συνθήματα για την Ελλάδα κρατούσαν ορισμένοι ευρωβουλευτές.
Πέρασε αρκετός καιρός από τότε και ο κ. Τσίπρας κατανάλωσε όλο το υπερπλεόνασμα ελπίδας και προσδοκίας που είχε προκαλέσει σε εσωτερικό και εξωτερικό. Μετά από σειρά αναδιπλώσεων, παχιών λόγων, ανακάλυψη εχθρών και κυνήγι μαγισσών, τρεισήμισι χρόνια άσκησης εκτελεστικής εξουσίας, θωρακισμένων οχημάτων και… ασθενοφόρων να τον ακολουθούν, ο πρωθυπουργός πέρασε ξανά την πόρτα του Ευρωκοινοβουλίου. Αυτή την φορά όμως οι ελάχιστοι ευρωβουλευτές (μάλλον όσοι είχαν υποχρέωση να παραστούν) κοιτούσαν περισσότερο το ρολόι τους παρά τον κατάκοπο επαναστάτη που έψαχνε λέξεις και μορφασμούς για να μπορέσει να σηκώσει έστω και μισό μποφόρ αεράκι μήπως και αναβίωνε κάτι από εκείνον τον τυφώνα του 2015. Μάταιος κόπος, φύλο δεν κουνήθηκε στα άδεια έδρανα, ούτε όταν προσέφυγε στις παντελώς αταίριαστες για τον χώρο εσωτερικές μικροκομματικές αναφορές. Η άπνοια της άδειας αίθουσας (65 στους 751) ως άτυπος απολογισμός μιας αδιάφορης πλέον για την Ευρώπη κυβερνητικής θητείας συμβιβασμού και διαπραγμάτευσης περιθωρίων πελατειακής πολιτικής.
Το παράδειγμα του κ. Τσίπρα δεν είναι το μοναδικό που καταγράφει τον ερχομό με νταούλια και τυμπανοκρουσίες και την κατάληξη απογυμνωμένη και απαξιωμένη. Μπαίνει όμως στο φάκελο των αποτυχημένων παραδειγμάτων και ο ιστορικός του μέλλοντος –μακριά από τα πάθη και τις ιδεοληψίες της εποχής μας- θα το καταδικάσει στην σύγκριση με προκατόχους του, οι οποίοι στο ξεκίνημά τους δεν είχαν ούτε τις πολιτικές, ούτε τις καιρικές συνθήκες με το μέρος τους.
Το 1996, όταν ο Κώστας Σημίτης, εκλεγμένος από την κοινοβουλευτική ομάδα Πρωθυπουργός, διαδεχόμενος έναν διεθνή αστέρα της πολιτικής αλλά με την φθορά της αναγκαστικής πολύμηνης απουσίας του λόγω της ασθένειας, πήγαινε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής. Κορυφαίος συνεργάτης του και μέλος της τότε κυβέρνησης θυμάται τους μορφασμούς των ομολόγων του, ακόμα και ακουστικά να βγαίνουν απαξιωτικά από αυτιά ηγετών, όταν ο τότε έλληνας πρωθυπουργός πήρε τον λόγο στην πρώτη του παρουσία σε ευρωπαϊκό συμβούλιο.
Τα χρόνια πέρασαν, η ιστορία είναι γνωστή, καταγεγραμμένη, κρίνεται ήδη και θα κριθεί ακόμη περισσότερο και από τους πολίτες και από τους επιστήμονες, όμως το 2003, λίγο πριν από τη δική του έξοδο, ο Κώστας Σημίτης κουράστηκε να μετρά τις υποκλίσεις και τα συγχαρητήρια των ευρωπαίων ομολόγων του, κατά την τελετή υπογραφής της συνθήκης διεύρυνσης της ΕΕ στην Αθήνα, στα πλαίσια της ελληνικής προεδρίας. Κινήσεις ευγένειας και αβροφροσύνης που συμβολίζουν όμως βαθύτατα ότι μόνο μέσα από σκληρή δουλειά, μεθοδικότητα, ρεαλιστικούς στόχους και αταλάντευτη πορεία επάνω σε δημιουργικές ράγες κι όχι απλώς σε ανέξοδη συνθηματολογία και επικοινωνιακά χαρίσματα, καταφέρνεις στον Μαραθώνιο της πολιτικής να κατακτήσεις τον σεβασμό σε διεθνές επίπεδο. Χρειάζεται το περιεχόμενο να είναι πιο αυθεντικό και ουσιώδες από το περιτύλιγμα για να πετύχεις να έχεις διάρκεια στην λάμψη αλλά και να μετατρέπεις τον αέρα σε κινητήρια δύναμη ώθησης προς τα εμπρός κι όχι απλώς σε φυσικό όγκο για να γεμίζουν τα μπαλόνια εμπορίας ελπίδων και εύκολων λύσεων…
* Ο Γιώργος Παπούλιας είναι Πολιτικός Επιστήμονας, συνεργάτης του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη