Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνειδητοποιήθηκε για πρώτη φορά σε μεγάλη έκταση το ηθικό δίλημμα που δημιουργείται όταν περιορισμένοι πόροι για την υγεία δεν επαρκούν ώστε να καλύψουν τις επείγουσες ανάγκες περίθαλψης εξ αιτίας μιας έκτακτης κατάστασης. Εκατοντάδες βαριά τραυματισμένων στρατιωτών μεταφέρονταν καθημερινά από τα χαρακώματα και είχαν όλοι την ίδια ανάγκη περίθαλψης από τους ελάχιστους ιατρούς και νοσηλευτές με τα διαρκώς εξαντλούμενα μέσα ανακούφισης και αποκατάστασης της υγείας. Ποιοι από αυτούς θα είχαν προτεραιότητα; Οι απαντήσεις δίνονταν φυσικά επί τόπου, χωρίς να υπάρχει χρόνος για να ελεγχθούν τα κριτήρια. Από τότε, το δίλημμα του «triage» καθιερώθηκε στην ιατρική δεοντολογία και τη βιοηθική, ως ένα από τα δυσκολότερα και, πλέον, αφορά γενικότερα τη διάθεση πόρων για την υγεία: η κατανομή τους ακόμη και σε κανονικές περιόδους δεν είναι τόσο οικονομικό ζήτημα όσο ζήτημα βιοηθικής, ακριβώς επειδή οι πόροι πάντοτε είναι πεπερασμένοι όταν όλοι μας έχουμε ίσο δικαίωμα σε αυτούς.
Η πανδημία του κορονοϊού επανέφερε το ζήτημα της προτεραιότητας στην περίθαλψη σε ορισμένες χώρες με δραματικό τρόπο, όταν έφθασαν να αντιμετωπίζουν συνθήκες αντίστοιχες με αυτές ενός πολέμου. Αυτό ισχύει, ιδίως, για την πρόσβαση περισσότερων ασθενών στις μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ). Σε πολλές χώρες ήδη, η έλλειψη αναπνευστήρων και άλλων μέσων, αλλά και η φυσική εξάντληση του υγειονομικού προσωπικού (που περιορίζει τη διαθεσιμότητά του στην περίθαλψη ασθενών) προκαλεί το ίδιο πρόβλημα. Στη χώρα μας, ευτυχώς, δεν το έχουμε μπροστά μας, καθώς η έγκαιρη λήψη μέτρων φαίνεται να έχει περιορίσει τη διασπορά του ιού, τουλάχιστον στα όρια που μπορεί να αντέξει το Σύστημα Υγείας.
Για δύο λόγους, ωστόσο, η χειρότερη πιθανότητα πρέπει να συζητηθεί σοβαρά από τώρα.
Πρώτον, διότι είναι σημαντικό τα κριτήρια της προτεραιότητας στην πρόσβαση να έχουν καθορισθεί σε ανύποπτο χρόνο και όχι «εν θερμώ», ώστε να είναι αξιόπιστα και αδιάβλητα στην πράξη.
Δεύτερον, διότι ήδη στην αντιμετώπιση της πανδημίας ορισμένοι πολιτικοί ηγέτες (ιδίως στον δυτικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ) διστάζουν να επενδύσουν στη σωτηρία ανθρώπινων ζωών, δίνοντας μεγαλύτερο βάρος σε οικονομικά μεγέθη. Προκαλούν, έτσι, τις κατάλληλες συνθήκες για να προκύψει το δίλημμα παντού, όταν μαθηματικά η επάρκεια των συστημάτων υγείας θα εξαντληθεί.
Ας δούμε την πιο σκληρή εκδοχή του διλήμματος. Ποιος λοιπόν θα έπρεπε να έχει προτεραιότητα σε μια ΜΕΘ, όταν περισσότεροι πρέπει να εισαχθούν και με την υπόθεση ότι για όλους αναμένεται θεραπευτικό όφελος από την περίθαλψη αυτή;
Η ίση πρόσβαση όλων μας στους πόρους υγείας έχει προκύψει από μια παραδοχή που θέλει την ανθρώπινη ζωή να αντιπροσωπεύει την ύπατη αξία στον πολιτισμό μας. Ολοι είμαστε υποκείμενα αυτής της ύπατης αξίας και γι’ αυτό είμαστε ίσοι στην περίθαλψη. Η επείγουσα προστασία της ζωής δεν μπορεί, επομένως, να υποχωρεί μπροστά σε άλλες αξίες ή ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης. Αυτό σημαίνει ότι όποιος αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο να χάσει τη ζωή του, έχει απόλυτη προτεραιότητα πρόσβασης στην εντατική θεραπεία. Η φύση της πάθησης (το αν, δηλαδή, σχετίζεται με την πανδημία ή όχι) ή η ηλικία και το «προσδόκιμο ζωής», ή -πολύ περισσότερο- κρίσεις για την οικογενειακή κατάσταση (το αν, π.χ., ο ασθενής είναι μόνος ή έχει εξαρτώμενα μέλη στην οικογένειά του) ή την «ποιότητα» της ζωής μετά την ασθένεια (το αν αντιμετωπίζει άλλες παθήσεις, αναπηρίες κ.λπ.), σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να επηρεάζουν αυτή την προτεραιότητα. Με το δεδομένο αυτό, η συγκριτική αξιολόγηση της σοβαρότητας του κινδύνου για τη ζωή αποτελεί καθαρά επιστημονική κρίση, στην οποία πρέπει να καταλήγουν οι θεράποντες ιατροί, εκτιμώντας τα περιστατικά που αντιμετωπίζουν.
Οταν, ύστερα από αυτή την εκτίμηση, συμβαίνει περισσότεροι να αντιμετωπίζουν ίσο κίνδυνο, έχει υποστηριχθεί η προτεραιότητα μεταξύ τους εκείνων που διασφαλίζουν τους πόρους υγείας, δηλαδή των μελών του υγειονομικού προσωπικού που βρίσκονται στην «πρώτη γραμμή» της αντιμετώπισης επειγόντων περιστατικών, στα οποία απειλούνται ζωές. Στις συνθήκες μιας πανδημίας, το υγειονομικό προσωπικό των μονάδων που υποδέχονται κρούσματα της ασθένειας βρίσκεται διαρκώς εκτεθειμένο στην προσβολή από την τελευταία. Καταλαβαίνει κανείς, ότι η «αδρανοποίηση» όσων ιατρών ή νοσηλευτών ασθενήσουν, χωρίς προτεραιότητα περίθαλψης, θίγει άμεσα την αντοχή του Συστήματος Υγείας και κατ’ επέκταση την προστασία της κοινότητας, καθώς ο χρόνος δεν επαρκεί κατά κανόνα για την αντικατάστασή τους.
Αν μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ένα τρίτο κριτήριο προτεραιότητας, αυτό θα ήταν η αντικειμενική εκτίμηση του πραγματικού οφέλους για τον ασθενή από την εισαγωγή του στη ΜΕΘ, δηλαδή η προσδοκία που υπάρχει για την βελτίωση της υγείας του, ώστε να διαρκέσει όσο το δυνατόν λιγότερο η παραμονή του στη μονάδα. Το κριτήριο αυτό θα είχε εφαρμογή, όταν περισσότεροι ασθενείς πρέπει να εισαχθούν, χωρίς πάντως να αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο για τη ζωή τους. Βασίζεται, όπως και το προηγούμενο, στη βέλτιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων, καθώς εξασφαλίζει γρηγορότερη πρόσβαση για περισσότερους ασθενείς, που βρίσκονται σε παρόμοια ανάγκη περίθαλψης.
Πέρα από αυτά τα κριτήρια, και με την υπόθεση ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις το δίλημμα μπορεί να παραμένει, όταν περισσότεροι ασθενείς θα έχουν το ίδιο όφελος κ.ο.κ., δεν μένει παρά να επανέλθουμε στον δεύτερο λόγο που δικαιολογεί αυτόν τον προβληματισμό: την επένδυση σε πόρους υγείας. Ασθενείς που «έπονται» στην πρόσβαση σε ΜΕΘ, δεν επιτρέπεται να «εγκαταλείπονται» από το Σύστημα Υγείας. Ο ρόλος της Πολιτείας είναι εδώ κρίσιμος και κυρίως προληπτικός. Η έγκαιρη πρόβλεψη και λειτουργία περισσότερων ΜΕΘ με κρατική χρηματοδότηση, η αναγκαστική δέσμευση πόρων από τον ιδιωτικό τομέα (όταν διαπιστώνεται απροθυμία ή κερδοσκοπία), αλλά και η επείγουσα μεταφορά ασθενών σε άλλες χώρες με ειδικές συμφωνίες, αποτελούν μέτρα που μπορούν να υποστηρίξουν την ίση πρόσβαση όλων στην περίθαλψη.
Οσο ελέγχεται η εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού, είναι σημαντικό να σκεφτούμε πώς θα προλάβουμε το φοβερό δίλημμα της επιλογής ασθενών, πριν φθάσει να εκδηλωθεί, αποφεύγοντας το παράδειγμα της Ιταλίας που με αρκετά μεγαλύτερο αριθμό ΜΕΘ αναλογικά, δεν τα κατάφερε.
Μόνη επιλογή είναι η έγκαιρη ενίσχυση των πόρων του δημόσιου Συστήματος Υγείας, με απευθείας δέσμευση εθνικής χρηματοδότησης, χωρίς «δεύτερες σκέψεις» για την επίπτωση στην οικονομία. Αυτή είναι μια επιλογή αρχής, που επιβάλλει ο πολιτισμός κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Η άλλη είναι να αποδεχθούμε ως προοπτική τη «μοιραία» απώλεια συνανθρώπων μας, όπως ο κ. Τραμπ…
* Ο Τάκης Κ. Βιδάλης είναι επιστημονικός συνεργάτης της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και εμπειρογνώμων της Ε.Ε. Διδάσκει Βιοδίκαιο και Βιοηθική στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.