| Shuttestock
Απόψεις

65 συν, οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του κορονοϊού

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες ηλικιωμένων: εκείνοι που μπορούν και οι ανήμποροι ηλικιωμένοι, που μπαίνουν στην κατηγορία των ανήμπορων ανεξαρτήτως ηλικίας. Και ενώ ο καιρός περνάει, φάρμακα και εμβόλια δεν υπάρχουν, το αμείλικτο ερώτημα «τι κάνουμε τώρα;» παραμένει ουσιαστικά αναπάντητο
Κική Τριανταφύλλη

Είμαι 65 ετών και είμαι καλά, χωρίς υποκείμενα νοσήματα πλην μιας ελαφρώς τσιμπημένης χοληστερίνης, που δεν νομίζω ότι συμπεριλαμβάνεται στα προαναφερθέντα. Εξακολουθώ να εργάζομαι, παρά τον ρατσισμό της ηλικίας, που επικρατεί στους περισσότερους χώρους εργασίας εδώ και πολύ καιρό και φοβάμαι ότι θα ενταθεί στα χρόνια του κορονοϊού. Το είδος της δουλειάς μου είναι τέτοιο που μου επιτρέπει να την κάνω από μακριά, και είμαι ευγνώμων γιατί δίνει την ευκαιρία στο μυαλό μου να ξεκολλάει  από την πανδημία για αρκετές ώρες της ημέρας, ακόμα και όταν γράφω γι’ αυτήν.

Μέχρι πρότινος πίστευα ότι έχω μπροστά μου τουλάχιστον δύο δεκαετίες ενεργής δράσης, επαγγελματικής, προσωπικής, κοινωνικής. Δεν έχω μεν εγγόνια αλλά έχω μπόλικα ανίψια, παιδιά και εγγόνια φίλων μου, που τα νιώθω σαν δικά μου, είμαι χειμερινή κολυμβήτρια, μ’ αρέσει να κάνω παρέα με σαραντάρηδες, που δεν έχουν μπει στην κατάθλιψη της μέσης ηλικίας και χαίρονται τη ζωή, και έχω μεν μειώσει στο ελάχιστο τα χαζοξενύχτια αλλά λατρεύω το σινεμά, τα ταξίδια, τις οινοποσίες, τα τραπεζώματα, τα πάρτι, τα μπαρ και τις ταβέρνες.

Οσο για τα άσπρα μου μαλλιά, τόχουμε ξαναπεί, δεν έχουν σταθεί εμπόδιο σε καμία από τις δραστηριότητές μου ή την αποδοχή μου από τους άλλους, νεότερους και μη, πλην εκείνου του περιπτερά, που επέμενε να φωνάζει εμένα την αιώνια έφηβη, «γιαγιά» πριν από 20 χρόνια,  κι εγώ να κοιτάζω γύρω μου έκπληκτη και γιαγιά να μην βλέπω.

Στις αρχές του περασμένου Μαρτίου, όμως, που μας βρήκε αμετάκλητα το «κακό» συνειδητοποίησα (με φρίκη), ότι ανήκω στην περιβόητη τρίτη ηλικία και εκείνη την ομάδα των ηλικιωμένων για τους οποίους γίνεται τόσος λόγος  και για την προστασία τους έχουν ληφθεί αυξημένα μέτρα διεθνώς, και όπου οι υπεύθυνοι υπήρξαν απρόσεκτοι ή αδιάφοροι τους βρήκαν κατά δεκάδες νεκρούς σε οίκους ευγηρίας. Τι τρομερό!

Προσωπικά, κλείστηκα στο σπίτι οικειοθελώς πολύ πριν από την επιβολή των περιοριστικών μέτρων, γιατί εκτός από τον εαυτό μου έχω να φροντίσω και μια μάνα που έχει περάσει τα 90. Οπότε τα πράγματα γίνονται κάπως πιο περίπλοκα όταν πάω να βάλω φωνές διαμαρτυρίας, και η ένταση της φωνής μου χαμηλώνει στη σκέψη ότι βγαίνοντας ελεύθερα έξω μπορεί να φέρω μέσα τον ιό που πιθανόν θα την κατατροπώσει.

Η διάκριση ανά ηλικιακή ομάδα μπορεί να δημιουργήσει μια αίσθηση «θυματοποίησης»

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες ηλικιωμένων: εκείνοι που μπορούν και οι ανήμποροι ηλικιωμένοι, που μπαίνουν στην κατηγορία των ανήμπορων ανεξαρτήτως ηλικίας. Και ενώ ο καιρός περνάει, φάρμακα και εμβόλια δεν υπάρχουν το αμείλικτο ερώτημα «τι κάνουμε τώρα;» παραμένει ουσιαστικά αναπάντητο, ενώ όλα όσα γράφονται σχετικά ανήκουν στη σφαίρα της θεωρίας.

Η πιθανότητα παράτασης του υποχρεωτικού εγκλεισμού για τους ηλικίας 65+ και της κοινωνικής απομόνωσης ανεξάρτητα από το επιδημιολογικό προφίλ τους είναι «ατόφιος ρατσισμός», γράφει στο Protagon ο Δημοσθένης Κούρτοβικ. Εχει άδικο; Οχι. Ισα ίσα με τον τρόπο αυτό το κράτος γίνεται αυστηρός μπαμπάς που δεν επιτρέπει στους πολίτες του να ενηλικιωθούν και να αναλάβουν τις ευθύνες τους, εκείνοι πάλι έχουν διάθεση να ξεσαλώνουν σαν μικρά παιδιά διαιωνίζοντας τον φαύλο κύκλο.

Στην πραγματικότητα εμείς οι μεγαλύτεροι, έστω και αν νιώθουμε νέοι και ικανοί, αντιμετωπίζουμε την πιθανότητα του περιορισμού για πολλούς μήνες, ακόμα και όταν τα μέτρα θα έχουν χαλαρώσει για την υπόλοιπη κοινωνία. Και δεν χρειάζεται να μας το επιβάλει το κράτος. «Για το δικό μας καλό» καλούμαστε για πολύ καιρό ακόμη να μην μπούμε σε τρένα, αεροπλάνα ή δημόσιες συγκοινωνίες, να μην δούμε τα εγγόνια μας παρά μόνο από το smartphone γιατί «μπορεί να μας κολλήσουν».

Με λόγια επώδυνα και αυστηρά, τα 30χρονα και 40χρονα παιδιά μας, μάς είπαν ότι στο άμεσο μέλλον δεν μπορούμε να φροντίζουμε ή να φιλοξενούμε τα εγγόνια μας. Και μάς βάζουν τις φωνές αν τυχόν πάμε στο σούπερ μάρκετ χωρίς μάσκα, φυσικά από αγάπη και έγνοια για την ασφάλειά μας. Όχι όλοι βέβαια.

Κόρη και μητέρα συνομιλούν μέσω τηλεφώνου σε νοσηλευτήριο των ΗΠΑ (REUTERS/David Ryder)

Αυτό που βλέπω γύρω μου εδώ στο παραθαλάσσιο χωριό μου, όπου νιώθαμε αρκετά ασφαλείς μέχρι πρόσφατα, τώρα αλλάζει τα δεδομένα. Ζευγάρια, οικογένειες γιαγιάδες και παππούδες σφιχταγκαλιασμένοι με τα εγγόνια τους κάνουν επέλαση στην πλατεία και στην παραλία, τα Σαββατοκύριακα ειδικά η κατάσταση είναι ανησυχητική. Το καθημερινό μας ραντεβού με τους κυρίους Τσιόδρα και Χαρδαλιά μοιάζει πολύ μακρινό, ο κίνδυνος έχει ξεχαστεί, τον χώσαμε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας για το καλοκαίρι, και από φθινόπωρο βλέπουμε.

Είναι όμως έτσι;

«Νιώθω γειωμένος, σαν ανεξέλεγκτος έφηβος που τον τιμωρούν γιατί καπνίζει ή πίνει ενώ είναι ανήλικος», γράφει ο συνομήλικός μου Πολ Τέιλορ στο Politico και συμπάσχω όπως και με τη φίλη, που συνάντησα προ ολίγου στον δρόμο. Γεμάτη χαρά μου έδειξε στο κινητό της, βιντεάκι με την νεογέννητη εγγονή της, από την άλλη μεριά όμως η πίκρα της ξεχείλιζε καθώς μου έλεγε ότι η κόρη της είναι πιθανόν να έρθει τον Αύγουστο στην Ελλάδα. Της ανακοίνωσε ότι δεν διακινδυνεύει να την επισκεφτεί για να μην κολλήσουν οι ίδιοι να μην την κολλήσουν και αυτή, αφού αναγκαστικά θα πρέπει περάσουν από διάφορα αεροδρόμια.

Αυτό το «δεν θέλω να πάθει τίποτα η μαμά μου», είναι αφόρητα οδυνηρό, όμως, άλλο τόσο οδυνηρή ακούγεται και η επιθυμία της μάνας: «πάρτε τουλάχιστον ένα αυτοκίνητο και περάστε από δω να σας δω έστω από μακριά», είπε μια άλλη φίλη στην κόρη της.

Εμείς οι μπέιμπι μπούμερ, οι γεννημένοι μεταξύ του 1946 και των αρχών της δεκαετίας του 1960 -δηλαδή μεταξύ του τέλους του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου και της εμφάνισης του αντισυλληπτικού χαπιού- λένε πως είμαστε η πιο «χαλασμένη» γενιά της ανθρωπότητας. Γιατί; Απλά διότι μάθαμε να ζούμε ελεύθεροι και πλούσιοι.

Παππούδες και γιαγιάδες θα πρέπει να μάθουν να βλέπουν παιδιά και εγγόνια από απόσταση

Στην Ευρώπη, τουλάχιστον, ζήσαμε τρεις δεκαετίες μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης χωρίς πολέμους, καταπίεση, μαζική ανεργία, πείνα ή μεταδοτικές ασθένειες, απολαύσαμε μια ανέμελη ζωή, θεωρήσαμε δεδομένο το άφθονο φαγητό και το ποτό, την ιδιόκτητη κατοικία, την υψηλής ποιότητας υγειονομική περίθαλψη, τις σταθερές θέσεις εργασίας και τις αξιόπιστες συντάξεις, την δωρεάν παιδεία, το ελεύθερο σεξ -μετά το αντισυλληπτικό χάπι και πριν από το AIDS- ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε την ίσως πιο υποτιμημένη ελευθερία από όλες: το δικαίωμα της περιπλάνησης σε όλο τον κόσμο με φθηνά, απεριόριστα ταξίδια.

Η ελευθερία μας, όμως, τώρα κινδυνεύει.

Τον τόνο έθεσε σε τηλεοπτική ομιλία του ο πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν λέγοντας στους Γάλλους: «Για την προστασία τους, θα ζητήσουμε από τους πιο ευάλωτους, τους ηλικιωμένους, τα άτομα με σοβαρές αναπηρίες, τους χρόνιους ασθενείς, να παραμείνουν περιορισμένοι ακόμη και μετά τις 11 Μαΐου».

Την επόμενη μέρα, ο «γάλλος Τσιόδρας», ο  Ζαν-Φρανσουά Ντελφρεσί, επικεφαλής του ιατρικού συμβουλίου που κάνει τις εισηγήσεις στη γαλλική κυβέρνηση για την διαχείριση του COVID-19 δήλωσε ότι 18 εκατομμύρια «άτομα μιας συγκεκριμένης ηλικίας – άνω των 65 ή 70  ετών» (ήτοι περισσότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού της χώρας) θα πρέπει να παραμείνουν στο σπίτι και μετά την άρση του αυστηρού lockdown στη Γαλλία. Και όταν ρωτήθηκε για πόσο καιρό μπορεί να διαρκέσει η καραντίνα ο Ντελφρεσί απάντησε: «Δεν ξέρω. Ίσως μέχρι να βρούμε ένα προληπτικό φάρμακο».

Και όταν διάσημοι Γάλλοι μπέιμπι μπούμερ άρχισαν να επαναστατούν και να απειλούν με νομικές δράσεις για τη μη συνταγματική στέρηση της ατομικής ελευθερίας, ο Μακρόν αναγκάστηκε να διαβεβαιώσει τους Γάλλους ότι δεν θα υπάρξει διάκριση ανά ηλικιακή ομάδα.

Δεν μου κάνει εντύπωση. Το ίδιο ακριβώς μου είπε και φίλος καθηγητής Ιατρικής: «Το έχω πάρει απόφαση, πρέπει να μείνουμε μέσα μέχρι να βρεθεί φάρμακο», το ίδιο εξάλλου, σκεφτόμαστε πολλοί, αφού η ιστορία μοιάζει αδιέξοδη όσο φαρμακευτική λύση δεν υπάρχει.

Η παρατεταμένη κοινωνική αποστασιοποίηση θα επιδεινώσει την ψυχική υγεία των ανθρώπων, που είναι μεγαλύτεροι από 70, αν πρέπει να περάσουν μήνες μακριά από φίλους και συγγενείς

Από την άλλη πλευρά, στην Αγγλία, όπου τα μέτρα του lockdown έχουν μεν αρχίσει να χαλαρώνουν για τους νεότερους αλλά οι 70+ και οι ευάλωτοι λόγω ύπαρξης υποκείμενων νοσημάτων έχουν κληθεί να παραμείνουν στο σπίτι τους για μεγαλύτερο διάστημα, φιλανθρωπικές οργανώσεις, που στηρίζουν ηλικιωμένους, προειδοποίησαν την κυβέρνηση ότι η παρατεταμένη ασπίδα και η κοινωνική αποστασιοποίηση για τους άνω των 70 ετών, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια αίσθηση «θυματοποίησης».

Η διευθύντρια του Age UK Καρολάιν Εϊμπραμς ζήτησε από την κυβέρνηση το επόμενο στάδιο της στρατηγικής για τον κορονοϊό να είναι συμβουλευτικό και όχι υποχρεωτικό, χαρακτηρίζοντας το υποχρεωτικό μέτρο «αδιανόητα» ζοφερό και προειδοποιώντας για την επιδείνωση της ψυχικής υγείας των ανθρώπων, που είναι μεγαλύτεροι από 70, αν πρέπει να περάσουν μήνες μακριά από φίλους και συγγενείς.

Η Alzheimer’s Society ανησυχεί εξάλλου για το τι μπορεί να σημαίνει ένα παρατεταμένο lockdown για τα άτομα με άνοια. Η απομόνωση και η αποδυνάμωση των κοινωνικών δεξιοτήτων, που διατηρούνται μέσω της καθημερινής αλληλεπίδρασης θα μπορούσε να έχει συνέπειες…

Γράφοντας, θυμάμαι την ουσία της τελευταίας ενημέρωσης των πολύτιμων φρουρών της υγείας μας, κυρίων Τσιόδρα και Χαρδαλιά: σωστή υγιεινή των χεριών, αποφυγή του συγχρωτισμού και φυσική απόσταση των δύο μέτρων, υποχρεωτική χρήση απλής μάσκας σε κλειστούς χώρους, τον κύριο όμως ρόλο έχει η ατομική μας ευθύνη.

Η ατομική ευθύνη είναι το κλειδί. Πόσες φορές χρειάζεται να μας το πει κανείς για να το εμπεδώσουμε; Οσο η πανδημία συνεχίζεται, επιστρέφει, μάλιστα, με σφοδρότητα σε χώρες όπου τα μέτρα χαλαρώνουν, εμείς οι 65+ βγαίνουμε έξω με μέτρο, τηρώντας ευλαβικά τα μέτρα. Για το καλό το δικό μας και των άλλων.