Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε δημόσιο διάλογο που έλαβε χώρα στη Μάλτα με θέμα «Το μέλλον της Ευρώπης» | REUTERS/Darrin Zammit Lupi
Αναγνώστες

Ωραία μου κυρία

Εάν μεταφέραμε την φράση του Ζάν Μονέ: «Η Ευρώπη θα σφυρηλατήσει την ενότητά της μέσα από κρίσεις» στο σήμερα τότε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα βίωνε μια άνευ προηγουμένου εποχή κοινοτικής ενότητας, αλληλεγγύης και ομοψυχίας. Τα ίδια τα γεγονότα, όμως και η περίπλοκη πραγματικότητα έρχονται να αμφισβητήσουν, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, τη ρήση του Μονέ. Εξήντα χρόνια […]
Tο δικό σας Protagon

Εάν μεταφέραμε την φράση του Ζάν Μονέ: «Η Ευρώπη θα σφυρηλατήσει την ενότητά της μέσα από κρίσεις» στο σήμερα τότε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα βίωνε μια άνευ προηγουμένου εποχή κοινοτικής ενότητας, αλληλεγγύης και ομοψυχίας.

Τα ίδια τα γεγονότα, όμως και η περίπλοκη πραγματικότητα έρχονται να αμφισβητήσουν, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, τη ρήση του Μονέ. Εξήντα χρόνια μετά την ίδρυσή της ως Ε.Ο.Κ, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εισέλθει σε μια εποχή αλλεπάλληλων κρίσεων που απειλεί ευθέως την ίδια της την ύπαρξη. Σίγουρα, η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης αυτά τα 60 χρόνια διήλθε μέσα από ελάχιστες ανέφελες περιόδους όμως τόσο οι διεθνείς πολιτικοί συσχετισμοί όσο και η κυριαρχούσα ιδεολογία στις κοινωνίες των κρατών-μελών παρείχαν όχι μόνο ένα φιλικό περιβάλλον προς το όλο εγχείρημα αλλά και αξιοσέβαστες προοπτικές για την, εν πολλοίς υπό τη σκιά συμβιβασμών και αστερίσκων, ολοκλήρωσή του.

Le nationalisme, c’est la guerre

Εστιάζοντας στο σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση ως θεσμικό υποκείμενο και συνάμα τα κράτη-μέλη της βρίσκονται ενώπιον προκλήσεων αδιανόητων πριν από τουλάχιστον μια εικοσαετία. Από «το τέλος της ιστορίας» τη δεκαετία του 1990, η Ευρώπη και η πολιτική της έκφραση σήμερα δέχονται μια δριμύτατη επίθεση από το μέχρι πρότινος ξεχασμένο έθνος-κράτος. Η ανάνηψη των ευρωπαϊκών μικροεθνικισμών κινείται στο πλαίσιο κομματικών υβριδίων που, αφουγκραζόμενα πλήρως αυτό που ο αμερικανός δημοσιογράφος Κρις Χέτζες χαρακτηρίζει ως «μείγμα θυμού και απάθειας» από πλευράς πολιτών, προτάσσουν μια βαθύτατα διχαστική ρητορική κατά των ελίτ, του κατεστημένου, της παγκοσμιοποίησης και οποιασδήποτε έννοιας υπερεθνικότητας εν γένει.

Οι ανανήψαντες ευρωπαϊκοί εθνικισμοί πατώντας επάνω στα κουφάρια των πάλαι ποτέ κραταιών κομμάτων της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς επαναφέρουν στο προσκήνιο, θέτοντας εύστοχα ερωτήματα, τα ζητήματα της ταυτότητας, της ασφάλειας και της δημοκρατίας ενισχύοντας ακόμα και φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό των κρατών, ένα δυνητικό μπούμερανγκ γι’ αυτούς. Και ενώ οι κομματικοί φορείς που εκφράζουν τον φιλελευθερισμό, τον συντηρητισμό και τον σοσιαλισμό-σοσιαλδημοκρατία στέκονται αμήχανοι απέναντι στα ζητήματα αυτά, ο νέος εθνικισμός απαντάει απλά και σχεδόν κυνικά προτείνοντας μεταξύ άλλων την επιστροφή στην ασφάλεια της κανονικότητας μιας σαστισμένης από την ταχύτητα και την οξύτητα των γεγονότων κοινωνίας.

Φαντάζει σχεδόν οξύμωρο η έννοια και το αίτημα για δημοκρατία να κινεί το άρμα του επελαύνοντος εθνικισμού. Κύριος αποδέκτης αυτής της επέλασης είναι οι Βρυξέλλες. Η χρήση του ονόματος της βελγικής πρωτεύουσας και έδρας των σημαντικότερων ευρωπαϊκών θεσμών συνδέεται συνειρμικά πλέον με μυστικές και πολύωρες διαπραγματεύσεις από στρατιές τεχνοκρατών μιας δαπανηρής και χαοτικής γραφειοκρατίας που όχι μόνο δεν γνωρίζει αλλά και δεν την ενδιαφέρει να αφουγκραστεί τα προβλήματα και τις ανησυχίες του μέσου ευρωπαίου. Τούτος ο συνειρμός είναι μια λαϊκιστική νίκη του εθνικισμού είτε αυτός ενδύεται έναν αριστερό είτε έναν δεξιό μανδύα. Στο όνομα του λαού και της δημοκρατίας ο νέος εθνικισμός κηρύττει το τέλος «των Βρυξελλών» και των αποφάσεων πίσω από κλειστές πόρτες, την ακύρωση της ελεύθερης μετακίνησης προσώπων κ.α. Ουσιαστικά, επιθυμεί χωρίς μισόλογα τη διάλυση της Ένωσης.

Από την άλλη πλευρά, εκτός του εθνικιστικού πλαισίου επιχειρείται να δοθεί μια απάντηση στην κρίση δημοκρατικότητας και νομιμοποίησης της Ένωσης από την ευρωπαϊκή αριστερά, αυτή τη φορά όχι μέσα από την επαναφορά της λήψης των αποφάσεων στις εθνικές πρωτεύουσες, αλλά μέσα από τη δημιουργία νέων, ευρύτερα νομιμοποιημένων οργάνων.

Ο οικονομολόγος Τομά Πικετί, σύμβουλος πλέον του υποψήφιου του Σοσιαλιστικού Κόμματος στις γαλλικές προεδρικές εκλογές, Μπενουά Αμόν, προκρίνει την ίδρυση ενός κοινοβουλίου της ευρωζώνης αλλά και μια νέα συνθήκη για τον εκδημοκρατισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με τη συνθήκη αυτή θα επιχειρείται η «συμφιλίωση της Ένωσης και του έθνους-κράτους» καθώς και η μετακύλιση βάρους των ευθυνών και λόγου στους πολίτες και στα ίδια τα κράτη-μέλη με σκοπό την αποδόμηση της γραφειοκρατικής «κοινοπραξίας» των Βρυξελλών. Παρά τα θετικά στοιχεία της πρότασης Πικετί, η μετάβαση σε ένα καθεστώς δυσκίνητου πολυκαμεραλισμού πιθανότατα θα δημιουργήσει μια γραφειοκρατία της διαβούλευσης με την τελευταία να γίνεται όλο και πιο χρονοβόρα. Τούτο θα εντείνει μια ήδη υπάρχουσα αδυναμία των κοινοτικών οργάνων-θεσμών, την αδυναμία τους να αντιδράσουν στις διάφορες προκλήσεις έγκαιρα και αποφασιστικά-αποτελεσματικά. Παράλληλα, η πρόταση Πικετί φαίνεται να μην στέκεται στα άλλα δυο λάβαρα του σύγχρονου ευρωπαϊκού εθνικισμού, την ταυτότητα και την ασφάλεια.

Η επισημοποίηση μιας κανονικότητας

Στη διακήρυξη της Ρώμης για την 60η επέτειο της ίδρυσης της Ε.Ο.Κ και της Ε.Κ.Α.Ε, οι ευρωπαίοι ηγέτες γνωστοποιούν την πρόθεσή τους να «προχωρούν ενωμένοι με διαφορετικούς ρυθμούς και ένταση όπου χρειάζεται, αλλά πάντα προς την ίδια κατεύθυνση» σημειώνοντας ότι κάτι τέτοιο έχει εφαρμοστεί και στο παρελθόν. Πράγματι, η Ευρώπη των πολλαπλών ταχυτήτων είναι μια υπάρχουσα πραγματικότητα εδώ και σειρά ετών τόσο με την Ευρωζώνη όσο και με την Συνθήκη Σένγκεν.

Η μετάβαση σε ένα τέτοιο καθεστώς δεν είναι ακόμα σίγουρο ότι συνεπάγεται και τη μετάβαση σε ένα καθεστώς ομόκεντρων κύκλων αφού δεν έχουν τεθεί ακόμα τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις που θα διαμορφώσουν εκείνες τις συμμαχίες των προθύμων που θα απαρτίσουν τις διάφορες ταχύτητες καθώς και κάποιος περιορισμός. Μπορεί εν μέρει αυτό το μοντέλο να οδηγεί σε μια λειτουργική κατηγοριοποίηση των κρατών μελών της Ένωσης ή ακόμα και στην όξυνση των τομών ανάμεσα στον πλούσιο Βορρά και τον φτωχό Νότο ή την προοδευτική Δύση και τη συντηρητική-αυταρχική Ανατολή της Γηραιάς Ηπείρου. Ομως φαντάζει ως ένα ασφαλές μονοπάτι για να επανακτηθεί ένας ικανοποιητικός βαθμός ευκινησίας, λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητας.

Είναι επίσης άξια προσοχής η διστακτικότητα με την οποία η ευρωπαϊκή επιτροπή αντιμετωπίζει τις εξελίξεις. Αποστεωμένη από πολιτικές πρωτοβουλίες ανάλογες της περιόδου Ντελόρ, έχει παραδοθεί σε έναν μίζερο διαχειριστικό ρόλο, έναν πραγματισμό της διαπίστωσης όπως φάνηκε και με την έκδοση της Λευκής Βίβλου. Η Επιτροπή δηλαδή αδυνατεί να δώσει όραμα, ώθηση και πνοή στη δοκιμαζόμενη Ένωση φτιάχνοντας ένα νέο αφήγημα και υπηρετώντας το με κάθε κόστος.

Αδιαμφισβήτητα, το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος φαντάζει σήμερα πιο αβέβαιο από ποτέ. Ίσως και να είναι τώρα η στιγμή που η Ευρώπη ως θεσμικό σύνολο είναι καταδικασμένη να ασχοληθεί επιτέλους με ζητήματα υψηλής πολιτικής και να επανεισάγει το στοιχείο του πολιτικού στην ενοποίησή της.

Προέχει πλέον, να γίνουν βήματα προς τη δημοκρατική πολιτική ενοποίηση όπως π.χ. η μετατροπή του Συμβουλίου και του Ευρωκοινοβουλίου σε Άνω και Κάτω Βουλή αντίστοιχα και η μείωση του αριθμού των επιτρόπων με παράλληλη ανάδειξη της επιτροπής σε ευρωπαϊκή κυβέρνηση ή πολύ περισσότερο η στροφή προς τις πολιτικές της κοινωνίας μέσα από την καθιέρωση ενός πανευρωπαϊκού προϋπολογισμού και φορολογικού συστήματος με εστίαση στο αίσθημα δικαιοσύνης και ισονομίας μεταξύ των πολιτών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο χρειάζεται να δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις στα ζητήματα της ασφάλειας, της ταυτότητας, της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης με ουσιαστικές δράσεις εντός συγκεκριμένων χρονικών οροσήμων.

Εάν θα έπρεπε τέλος να ξεχωρίσουμε ένα θετικό στοιχείο στη χειμαζόμενη ευρωπαϊκή ιδέα αυτό είναι ότι για πρώτη φορά ύστερα από καιρό υπάρχει ένα εν δυνάμει ευρωπαϊκό κίνημα στα πρότυπα του Σπινέλι και αυτό δεν είναι άλλο από τη γενιά του Erasmus.

Τούτη, ιδιαίτερα στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, έχει αφομοιώσει όχι μόνο τον πλουραλισμό και την ελεύθερη μετακίνηση προσώπων μαζί με το σύνολο του κοινοτικού κεκτημένου αλλά έχει συνειδητοποιήσει ότι το νέο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον της τεχνολογίας και της επικοινωνίας δεν συγχωρεί την υποχώρηση σε μια περιχαρακωμένη ήπειρο των εθνών-κρατών.

Κάτι τέτοιο θα είχε άμεσες και ολέθριες συνέπειες στη ζωή τους. Άλλωστε, τόσο στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού όσο και πέρα των Ουραλίων ο κόσμος της περιχαράκωσης λαμβάνει σάρκα και οστά. Άραγε παραφράζοντας τη γνωστή φράση θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τους Τράμπ και Πούτιν ως πατέρες της Ευρώπης του 21ου αιώνα;

*Ο Χρήστος Γραμμένος είναι φοιτητής Πολιτικών Επιστημών Α.Π.Θ.