Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή, βρίσκονταν ένα όμορφο, ηλιόλουστο χωριουδάκι στην άκρη ενός μεγάλου δάσους. Οι κάτοικοί του ήταν πολύ περήφανοι και ζωηροί, αλλά τους συνόδευε μία παράξενη φήμη.
Από τη μια, πήγαιναν χαρούμενοι στις δουλειές τους, βοηθούσαν τους συγχωριανούς όταν είχαν ανάγκη, κι έστηναν γλέντι και χορό με την πρώτη ευκαιρία. Από την άλλη όμως, τριγύριζαν νωχελικά στις πλατείες, κοιτούσαν μοναχά την πάρτη τους, γκρίνιαζαν και τους έφταιγαν συνεχώς οι άλλοι. Πρωτίστως όμως τα έβαζαν με τον αρχηγό τους, παρόλο που κάθε τρεις και λίγο, εκείνοι τον επέλεγαν. Περίεργες καταστάσεις, δηλαδή.
Η ζωή, ωστόσο, κυλούσε ήρεμα και οι κάτοικοι παρά τα προβλήματα, έστρωναν το τραπέζι τους και γέμιζαν τις αποθήκες. Τελευταία όμως τα πράγματα είχαν δυσκολέψει πολύ, και οι έρημοι είχαν πέσει σε βαθιά απόγνωση. Έπρεπε γρήγορα να βρουν μια λύση, γιατί τα τρόφιμα λιγόστευαν, τα μαγαζάκια έκλειναν, και τα παιδιά τους φεύγανε για άλλες πολιτείες.
Μια μέρα λοιπόν εκεί που συζητούσαν, εμφανίστηκε στην πλατεία ένας μαθητευόμενος μάγος, που υπόσχονταν να βγάλει το χωριό από το αδιέξοδο. Είχε ανακαλύψει, βλέπεις, και το βιβλίο με τα μυστικά των παλιών αρχηγών, αλλά με το άγγιγμα του ραβδιού του, μοιάζανε όλα αληθινά και τα λεγόμενά του χάιδευαν τα αυτιά των χωριανών.
Οι κάτοικοι δεν είχαν δει ποτέ τον μάγο να καταπιάνεται με κάτι στο χωριό ή στο δάσος. Ήξεραν για τις βόλτες του, στο σχολειό και στις αυλές των καφενείων, όπου συχνά μιλούσε για τα κόλπα που μάθαινε. Επίσης γνώριζαν ότι είχε στην παρέα του και μια ορχήστρα, κλόουν και ζογκλέρ, που με τη μουσική και τα βεγγαλικά, θα έδιναν, έστω, κάποιο χρώμα στη μουντή τους πραγματικότητα. Και αφού είχαν βαρεθεί πια τόσα χρόνια, τα ίδια και τα ίδια, αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους και με αυτόν.
Στην αρχή ο μάγος σκέφτηκε πως αν έβαζε μάσκες στα προβλήματα και άλλαζε τις λέξεις, οι κάτοικοι θα τα ξέχναγαν. Αυτό όμως που φάνταζε ως η πιο μεγάλη πρόκληση, ήταν να φτιάξει ένα μαντζούνι που θα θεράπευε τις σχέσεις με τα γύρω χωριά. Το πάλευε από εδώ, το πάλευε από εκεί, έκανε πολλά πειράματα, όμως κάποια στιγμή η κατσαρόλα του έσκασε! Το δάσος παραλίγο να αρπάξει φωτιά και να μείνει το χωριό γυμνό και αποψιλωμένο.
Κι ενώ είχε πάρει το μονοπάτι της επιστροφής, του ήρθε μια λαμπρή ιδέα. Να δώσει λόγο στους χωριανούς για να του πουν αυτοί, αν ήθελαν, γιορτές και πάρε δώσε με τα χωριά του δάσους. Εκείνοι έριξαν τα χαρτάκια τους σε ένα μεγάλο στρογγυλό τσουκάλι, αλλά το επόμενο πρωί φύσηξε ένας δυνατός άνεμος και τα σκόρπισε μέχρι τη λίμνη όπου έκαναν μια πελώρια τρύπα στο νερό.
Εντωμεταξύ, η κομπανία του μάγου ολοένα και μεγάλωνε, κόβοντας και ράβοντας καινούριους ρόλους στο χωριό. Κάποιοι κρατούσαν τους πυρσούς το βράδυ, άλλοι γυρίζαν το μαγκάνι του πηγαδιού, άλλοι μετέφεραν τα γράμματα, κάποιοι διαβάζανε τα παραμύθια στα παιδιά και ένα σωρό άλλες δουλειές που είχανε σκαρώσει.
Ο μάγος είχε μπει για τα καλά στα παπούτσια των προηγούμενων και έμοιαζε να ευχαριστιέται την αρχηγία του χωριού. Τα κόλπα του, όμως, είχανε πια ξεπεραστεί και τίποτα δεν ξέφευγε από τη μοίρα του χωριού.
Τα χρόνια περνούσαν και ήρθανε κι άλλοι μάγοι με τις δικές τους συνταγές. Οι χωριανοί όμως κατάλαβαν, πως θαύματα υπήρχαν μόνο στις ιστορίες που άκουγαν μικροί. Σταμάτησαν λοιπόν τη γκρίνια, έβαλαν το κεφάλι κάτω, σήκωσαν τα μανίκια τους και το ροδάνι του μύλου κίνησε ξανά απ’ την αρχή.
Το μικρό χωριό είχε ανθίσει και πάλι και οι κάτοικοι για να γιορτάσουν, ετοίμασαν ένα μεγάλο τσιμπούσι στη μέση της πλατείας. Ήπιανε, φάγανε, χορέψανε και ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα.
*Ο Σπύρος Τσαούσης ζει στο Λονδίνο και εργάζεται ως financial controller στον τραπεζικό τομέα.