Το χαρτί άρχισε τη ζωή του σαν κορμός ενός δένδρου. Σε κάποιο δάσος μεγάλωσε θρεμμένο από τον ήλιο, το χώμα και το νερό, ανταγωνιζόμενο τα αδέλφια του να ψηλώσει κάτω απ’τη σκιά του γονιού του.
Ψήλωσε, τα κατάφερε, θέριεψε. Πολλά χρόνια ήταν αφέντης στο δάσος, γονιός κι αυτό νέων δενδρυλλίων. Ανέμιζαν τα φύλλα του στο αεράκι, έμενε όρθιο όταν λυσσομανούσε ο άνεμος. Μα κάποια στιγμή, ατσάλι το έκοψε, το μάζεψε, το έριξε σε ένα ποτάμι. Κύλησε στο ρέμα, έφτασε σ’ ένα εργοστάσιο. Απ’τον κορμό, που μπήκε στη μία άκρη του μεγάλου κτιρίου, βγήκε στην άλλη ένα πακέτο λευκό χαρτί. Ταξίδεψε στον ωκεανό μαζί με πολλά άλλα, εκφορτώθηκε σε ένα λιμάνι. Περίμενε στοιβαγμένο υπομονετικά, μέχρι που το έβαλαν σε ένα φορτηγό.
Ξεφορτώθηκε σε ένα μεγάλο κτήριο, στη μεγάλη αποθήκη δίπλα στον εκτυπωτή. Δεν έμεινε πολύ εκεί, σύντομα το πήραν, το άνοιξαν και άρχισαν να ταΐζουν λίγο-λίγο τις σελίδες του στη μηχανή. Κι αυτή, σελίδα τη σελίδα, γέμιζε και μαγάριζε την ασπράδα και τη λευκάδα του με μαύρα γράμματα. Ενίοτε κάποιος έγραφε με μπλε ή κόκκινο στυλό πάνω του.
Σχεδόν πάντα κάθε σελίδα έμπαινε σε μία δέσμη μαζί με άλλες, κατόπιν σε κάποιο φάκελο. Κι από τότε, περιφερόταν αριστερά και δεξιά. Ανεβοκατέβαινε ορόφους, έμπαινε σε ταξί. Έγινε μάρτυρας πολλών φράσεων όπως: «Να η απόφαση, την έχω εκτυπωμένη εδώ», «Δε βρίσκω το δικαιολογητικό σας, μπορείτε να το ξαναφέρετε;», «Συμπληρώστε μία αίτηση, εκεί έχει στυλό», «Φωτοτυπία ταυτότητας, παρακαλώ;», «Περάστε στο πρωτόκολλο, να πάρετε σφραγίδα κι αριθμό», «Θα στείλουμε αίτημα να μας αποσταλεί υπηρεσιακά ο φάκελος», και άλλων παρόμοιων. Σκηνών πανικού πολλές φορές, όπως: «Τί λέτε; Δε βρίσκετε τα ένσημά μου;», «Μα τόσες μέρες δεν έχω απάντηση γιατί δε βρίσκετε τον φάκελο;», «Μαρία, έχασα τη βεβαίωση, δες αν είναι στο γραφείο μου… Τη θέλουν στην εφορία».
Το πακέτο σκόρπισε εδώ κι εκεί. Άλλες σελίδες του σκίστηκαν λίγο μετά την εκτύπωση, πετάχτηκαν. Στον μπλε κάδο οι λιγότερες, πήραν τον δρόμο να γίνουν ξανά κάτι χρήσιμο. Οι περισσότερες όμως αργοσβήνουν, κιτρινίζοντας και μαζεύοντας σκόνη. Ξεχασμένες σε κάποιον φάκελο μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες άλλες σελίδες, σε κάποιο λογιστήριο, υπουργείο, προσωπικό αρχείο εγγράφων. Αχρείαστων, μα νομίμως απαραιτήτων.
Υ.Γ.1. Στην καθημερινότητά μου κατάργησα κατά 99% το χαρτί. Χρησιμοποιώ κινητό και υπολογιστή, σχεδόν για τα πάντα. Πέραν της επαγγελματικής μου αλληλογραφίας (αποκλειστικά email), χρησιμοποιώ ηλεκτρονικό τρόπο για να καταγράφω ψώνια, εισιτήρια θεάτρου, σινεμά, αεροπλάνου. Για πληρωμές, λογαριασμούς, κ.λπ.
Σε έναν μόνο τομέα δεν μπορώ να το καταργήσω: Στις συναλλαγές μου με το κράτος. Όποτε (όχι συχνά, ευτυχώς) επισκέπτομαι υπηρεσία, τρέμω μήπως κάποιο χαρτί λείπει, αναλογιζόμενος πόσο χρόνο θα χάσω και πώς θα το βρω.
Υ.Γ.2. Πόσο γρήγορο, αποτελεσματικό, φτηνότερο, ασφαλές, δημοκρατικό, θα ήταν ένα σύστημα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης… Το παράδειγμα της Εσθονίας το δείχνει. Ακούγαμε με ντροπή τον εσθονό βουλευτή Kalle Palling στο περσινό TEDx Academy να εξηγεί ότι στη χώρα του μόνο τρία πράγματα δεν μπορείς να κάνεις ηλεκτρονικά ‒ να παντρευτείς, είναι το ένα (στο youtube θα δείτε όλη την ομιλία)!
Υ.Γ.3. Τα καταφέραμε, στη χώρα που τον 3ο π.Χ. αιώνα γέννησε τον Υπολογιστή των Αντικυθήρων, να κυριαρχεί ως τεχνολογία του κράτους το χαρτί (χειρόγραφο, εκτύπωση, FAX, φωτοτυπία)! Με πολλαπλή, ισχυρότατη άρνηση να αλλάξει αυτό. Κάποια συστήματα έχουν δημιουργηθεί, αλλά (επίτηδες;) παραμένουν πολλά, δυσλειτουργικά. Κυρίως δε ασύνδετα, ξένα μεταξύ τους, και άρα λίγο βοηθούν. Η απελπισία όσων υπαλλήλων προσπαθούν να τα χρησιμοποιήσουν, φανερή. Με το TAXIS μία φαεινή εξαίρεση.
Υ.Γ.4. Από πολλούς ακούω (με μία διάθεση Λουδιτισμού, ή βολέματος, κατ’εμέ), συχνά: «Κι εμείς όλοι τι θα κάνουμε, αν… ;».
Υ.Γ.5. Όπως λένε οι Εσθονοί: «You cannot bribe a computer».
Συμπέρασμα: Το χαρτί θα βασιλεύει. Εσαεί.