Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί στη δημόσια σφαίρα γύρω από την κρίση των τελευταίων ετών. Αν υπάρχει όμως μια κοινή παραδοχή, αυτή είναι η αδυναμία των κομμάτων εξουσίας να υπερβάλλουν το πολιτικό κόστος και να συμφωνήσουν, από τα πρώτα στάδια, σε μια δέσμη αναγκαίων μέτρων.
Τελικά το κόστος που βάρυνε την κοινωνία αποδείχτηκε μεγαλύτερο και διαρκές. Είναι χαρακτηριστικό ότι χώρες που μπήκαν, μετά την Ελλάδα, σε προγράμματα στήριξης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, κατάφεραν να βγούν στις αγορές γρηγορότερα και χωρίς τη χρήση μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής από τον ΕΜΣ. Είναι όμως η Ελλάδα ένα διαχρονικά αποτυχημένο κράτος που νομοτελειακά αποτύγχανε να διαχειριστεί τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετώπιζε ή υπήρξαν και περίοδοι που κατάφερε σπουδαία επιτεύγματα;
Από την επαναστατική κιόλας περίοδο και μεταξύ των ετών 1822 – 1827, οι Εθνοσυνελεύσεις ψήφισαν τρία δημοκρατικά συντάγματα, το τρίτο εκ των οποίων («Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος») έμεινε στην ιστορία ως το πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό σύνταγμα της εποχής του, κατοχυρώνοντας και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Αυτή η παρακαταθήκη οδήγησε στο Σύνταγμα του 1843 και στον εκλογικό νόμο του 1844, ο οποίος καθιέρωσε για πρώτη φορά παγκοσμίως την καθολική ψηφοφορία των ανδρών, και αργότερα (1864 – 1875) με τη νομιμοποίηση του κοινοβουλευτισμού και την άτυπη Αρχή της Δεδηλωμένης, καθιέρωσε τη χώρα στις πρώτες φιλελεύθερες δημοκρατίες της Ευρώπης. Σε αυτή τη θεσμική κληρονομιά οφείλεται το γεγονός ότι η νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα έχει αναλογικά το μεγαλύτερο δημοκρατικό βίο σε σχέση με τις χώρες των Βαλκανίων, Μεσογείου και Λατινικής Αμερικής, με τις οποίες μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά.
Η Αγροτική μεταρρύθμιση που ολοκληρώθηκε το 1917, και από πολλούς χαρακτηρίζεται ως η πιο επιτυχημένη μεταρρύθμιση του ελληνικού κράτους, έγινε χωρίς να προκαλέσει τη βία και τις εντάσεις που γνώρισαν άλλα κράτη της Ευρώπης όπως η Ισπανία, Ρουμανία, Βουλγαρία κτλ. Πραγματοποιήθηκε σε βάθος χρόνου με τη συμβολή διαφορετικών κυβερνήσεων και εκτός της διασύνδεσης της αγροτικής παραγωγής με τη βιομηχανική ανάπτυξη, είχε και σημαντικές κοινωνικές προεκτάσεις. Προωθήθηκε η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας, οργανισμών παρέμβασης και παραγωγικών συνεταιρισμών, που αποσκοπούσαν αφενός στην προστασία των μικρών παραγωγών και αφετέρου στη μεγαλύτερη ασφάλεια των επενδύσεων στην αγροτική οικονομία, η οποία έγινε μοχλός ανάπτυξης της χώρας γενικότερα.
Εξαιρετικά δύσκολο ήταν και το εγχείρημα ενσωμάτωσης των σχεδόν 1,5 εκατομμυρίων προσφύγων που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η άμεση ανάγκη υποδοχής και εξασφάλισης στοιχειωδών συνθηκών ζωής γι’ αυτούς, αποτέλεσε μια τεράστια πρόκληση για τη χώρα που ήταν οικονομικά εξαντλημένη και στερούνταν σοβαρών υποδομών, και συγχρόνως αναζητούσε διέξοδο από την παράλυση που προκαλούσε ο εσωτερικός διχασμός. Το ελληνικό κράτος απευθύνθηκε στην Κοινωνία των Εθνών, η οποία βοήθησε την Ελλάδα να συνάψει δάνειο και μέσω της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων κατόρθωσε τελικά την αποτελεσματική τους αποκατάσταση.
Επίσης, ο εντυπωσιακός ρυθμός οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της Ελλάδας μεταπολεμικά, περιγράφεται και ως (σύγχρονο) Ελληνικό οικονομικό θαύμα. Οι δεκατετίες του 50’ και του 60’ είχαν μέσο όρο ανάπτυξης που κυμαινόταν γύρω στο 7% που ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος στον κόσμο, μετά από αυτόν της Ιαπωνίας. Τότε συντελέστηκε και το οριστικό πέρασμα της χώρας από τον τρίτο στον πρώτο κόσμο και η Ελλάδα αποτέλεσε πρότυπο μετάβασης.
Συνηθίζεται να αντιπαραβάλλουμε τη χώρα, ως Ψωροκώσταινα, με τα προηγμένα κράτη της Δυτικής Ευρώπης, τα οποία είχαν επίσης περιόδους αποτυχιών, ή να τη συγκρίνουμε με την αίγλη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Από τις χώρες όμως που αναδύονται από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι το πιο επιτυχημένο κράτος που συνεχώς ακολουθεί μια διαδικασία υπέρβασης από το γεωγραφικό της περιβάλλον.
Η Ελλάδα ακόμα και μετά από μια δεκαετία βαθιάς κρίσης, είναι ανάμεσα στις 40 – 45 πιο ανεπτυγμένες χώρες παγκοσμίως και σε πολλούς ποιοτικούς και κοινωνικούς δείκτες όπως καλύτερη χώρα για να ζεις, προσδόκιμο ζωής, εκπαίδευση, βρίσκεται μεταξύ των πρώτων 30.
Ο Οδυσσέας είναι σίγουρα ο αντιπροσωπευτικός της ήρωας. Μένει να δούμε αν η χώρα θα επιστρέψει στην Ιθάκη της γρηγορότερα από ό,τι εκείνος.
*Ο Σπύρος Τσαούσης εργάζεται ως Finance Project Manager στην GE και είναι Μεταπτυχιακός φοιτητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών