| Shutterstock
Αναγνώστες

Το τέρας που αρχίζουμε να συνηθίζουμε

Γιατί η Ευρώπη κινείται αργά αλλά σταθερά προς τα δεξιά; Μια αιτία θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι από τις αρχές του 2020 βιώνει συνεχόμενες κρίσεις όπως αυτή της πανδημίας του Covid, του πληθωρισμός καθώς και η έξαρση του πολέμου. Κρίσεις που καλλιεργούν φόβους και ανασφάλειες στους πολίτες της
Tο δικό σας Protagon

Εδώ και δύο δεκαετίες περίπου παρατηρούμε άνοδο της ακροδεξιάς στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Όμως στις εκλογές της 9ης Ιουνίου, για πρώτη φορά από τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα ακροδεξιά κόμματα στις περισσότερες χώρες δημιουργούν δυναμική πρωτιάς και ισχυρής παρουσίας. Αν και τα φιλελεύθερα κόμματα παραμένουν πρώτα και με διαφορά, δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε αν η ευρωπαϊκή ακροδεξιά μπορεί να γίνει η νέα κανονικότητα στο χώρο του ευρύτερου συντηρητισμού στις ευρωπαϊκές χώρες.

Γιατί η Ευρώπη κινείται αργά αλλά σταθερά προς τα δεξιά; Μια αιτία θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι από τις αρχές του 2020 βιώνει συνεχόμενες κρίσεις όπως αυτή της πανδημίας του Covid, του πληθωρισμός καθώς και η έξαρση του πολέμου. Κρίσεις που καλλιεργούν φόβους και ανασφάλειες στους πολίτες της. Από την πλευρά τους τα ακροδεξιά κόμματα προβάλλουν επιφανειακές αιτίες για την παραπάνω κατάσταση, που ο απλός ψηφοφόρος μπορεί εύκολα να κατανοήσει και να αποδεχτεί. Στη συνέχεια, όπως κάνουν πάντα, παρουσιάζουν την εικόνα ενός πολιτικού χώρου που μπορεί να προσφέρει λύσεις, ιδιαίτερα σε κοινωνικά ζητήματα. Τα συνθήματά τους βρίσκουν απήχηση σε όλο και μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος εξαιτίας του θυμού του, της απογοήτευσής του ή και της ανάγκης του για διαμαρτυρία. Ακόμη και αν τα επιχειρήματά τους είναι απλοϊκά και δεν αντέχουν στην ανάλυση, μπορούν να προσελκύσουν ψηφοφόρους μόνο και μόνο επειδή πρόκειται για κόμματα που δεν έχουν ακόμη δοκιμαστεί. Επομένως στη δυναμική των ακροδεξιών κομμάτων συμβάλλει κυρίως η έλλειψη ελκυστικών εναλλακτικών πολιτικών λύσεων και η απουσία εύλογων προσδοκιών για επιστροφή στην «κανονικότητα».

Τα κόμματα της παραδοσιακής δεξιάς έχουν δοκιμαστεί και καθώς ασχολούνται με προβλήματα που για τον απλό κόσμο δεν είναι φλέγοντα ή δεν προτείνουν αποτελεσματικές λύσεις για ό, τι απασχολεί τον πολύ κόσμο (οικονομικά, κοινωνικά προβλήματα) αφήνουν ελεύθερο χώρο σε κάποιους «σωτήρες», δημαγωγούς και αυταρχικούς ηγέτες.

Ένας επιπλέον λόγος που η Ακροδεξιά έχει άνοδο στα ευρωπαϊκά κράτη είναι ότι έχει προσπαθήσει να αφήσει στο παρελθόν τις εξάρσεις βίας στις οποίες επιδίδονταν τα μέλη της σε βάρος μεταναστών, ΛΟΑΤΚΙ+, Ρομά και άλλων κοινωνικών ομάδων και να επιδείξει ένα «σοβαρό» πρόσωπο, χωρίς βέβαια να έχουν εκλείψει οι ρατσιστικές επιθέσεις. Τέτοιου είδους μεταλλάξεις μέσα στο χρόνο στον ακροδεξιό χώρο δυσκολεύουν σε μεγάλο βαθμό το ρόλο των παραδοσιακών κομμάτων της δεξιάς που στέκονται υπέρ της Ευρώπης, να παρέχουν πειστικό λόγο και να καταφέρουν να περιορίσουν τις διαρροές προς τα δεξιά τους. Συχνά λοιπόν είναι αναγκασμένα να υιοθετούν έναν περισσότερο ακραίο λόγο ή ακολουθούν πολιτικές που μοιάζουν αρκετές φορές με εκείνες της ακροδεξιάς και να γίνονται ουραγοί της σε διάφορα θέματα που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή των ψηφοφόρων τους.

Ίσως ανάμεσα στους αντισυστημικούς ψηφοφόρους οι ιδεολόγοι να είναι λίγοι. Όμως οι ευκαιριακοί ψηφοφόροι που χρησιμοποιούν την ψήφο ως διαμαρτυρία και εναντίωση στο πολιτικό κατεστημένο, δυσκολεύουν τις κυβερνήσεις να κάνουν αλλαγές που έχουν πολιτικό κόστος και ταυτόχρονα δημιουργούν φόβο στα συστημικά κόμματα, που τα οδηγεί σε συντηρητικές στρατηγικές και θέσεις.

Στους υποστηρικτές των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη περιλαμβάνονται νέοι άνθρωποι που αγωνιούν για το κόστος ζωής και ελπίζουν σε μια «αλλαγή», αγρότες και εργάτες που θεωρούν ότι οι πολιτικές της Ε.Ε. συνέβαλαν στην υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου, επαγγελματικές ομάδες που πλήττονται από τους περιβαλλοντικούς κανόνες, πολίτες που εκφράζουν σκεπτικισμό απέναντι σε υπερεθνικούς οργανισμούς όπως η Ε.Ε., τα Ηνωμένα Έθνη και, σε κάποιες περιπτώσεις, το ΝΑΤΟ, ψηφοφόροι της μεσαίας τάξης που εκφράζουν ανησυχία για τη μετανάστευση ή τη διάλυση «παραδοσιακών αξιών» και εχθρότητα κατά των μεταναστών, ειδικά αν είναι μουσουλμάνοι. Πολλοί βέβαια πιστεύουν ότι το μεταναστευτικό είναι ο πρώτος λόγος για την άνοδο της Ακροδεξιάς πανευρωπαϊκά. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία για τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χώρες της Ε.Ε., κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Προφανώς και συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά σε κάποιες χώρες όπως π.χ. στη Γερμανία και την Αυστρία, σε άλλες όμως και κυρίως στον ευρωπαϊκό νότο όπως στην Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα βρίσκεται πολύ πιο χαμηλά στην ατζέντα. Στις χώρες του νότου το βασικό πρόβλημα είναι ένα: η οικονομική κρίση και οι συνέπειές της.

Η άνοδος της ακροδεξιάς και στην Ελλάδα δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο και δεν σχετίζεται, αν και ευνοείται, από ένα περιβάλλον σε κρίση. Σήμερα παραμένει μια ελκυστική επιλογή και μετά την οικονομική κρίση και προσαρμόζεται στο νέο περιβάλλον. Η Συμφωνία των Πρεσπών, oι μεταναστευτικές ροές, η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία προσφέρουν νέες ευκαιρίες στην ακροδεξιά ρητορική. Εξαιτίας του κατακερματισμού της η ακροδεξιά δεν αποτελεί απειλή για τα συστημικά κόμματα. Όμως το γεγονός ότι μπορεί να ελίσσεται και να προτείνει απλοϊκές «λύσεις» ή ακόμη και να συνδυάζει πολιτικές από το χώρο της δεξιάς και της αριστεράς και να τις προβάλει μέσα από μια λαϊκίστικη ρητορική, μπορεί να τη διατηρήσουν ως μια αντισυστημική επιλογή για διαμαρτυρόμενους ψηφοφόρους που επιθυμούν να αντιδράσουν στις ραγδαίες αλλαγές στον σύγχρονο τρόπο ζωής. Η ψήφος με αντισυστημικά κριτήρια αποστιγματοποιείται και εργαλειοποιείται με αρνητικά αποτελέσματα στην ποιότητα της δημοκρατίας. Η ακροδεξιά κερδίζει νομιμότητα μεταξύ των ψηφοφόρων, ακολουθώντας πλέον τον λαϊκισμό και τον δεξιό ριζοσπαστισμό.

Οι νέοι ψηφοφόροι στρέφονται προς την ακροδεξιά διαμαρτυρόμενοι μέσα από μια αντισυστημική επιλογή και όχι για μια αναζήτηση νοήματος μέσα από τις εθνικιστικές ταυτότητες. Επομένως η κατάσταση είναι ακόμη αναστρέψιμη.

* Η Χρύσα Παλιεράκη είμαι δημοσιογράφος, απόφοιτη του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκη.