Αναγνώστες

Το αίνιγμα της ευτυχίας

Τι γίνεται όμως όταν η ευτυχία εμποδίζεται όχι από την ύλη, αλλά από τα όνειρα; Αν «η ευτυχία έγινε όχι για να την φτάνουμε, αλλά για να την κυνηγάμε», όπως έγραψε ο Λουντέμης, μήπως αυτό ακριβώς το κυνήγι νοηματοδοτεί  τη ζωή μας;
Tο δικό σας Protagon

Ένας δημοσιογράφος ρώτησε μία ηλικιωμένη κυρία στους δρόμους της Αθήνας «Αν γινόσασταν πάλι 18 ετών, τι θα αλλάζατε στη ζωή σας;». Εκείνη τού απάντησε με ένα σίγουρο και περήφανο βλέμμα – με αυτήν την περηφάνεια που συνοδεύει πάντα την ειλικρίνεια – «Τίποτα». Τότε αυθόρμητα σκέφτηκα «Ευτυχία!». Μία ψυχή που δεν κηλιδώθηκε από τις Ερινύες του παρελθόντος και τη σήψη των ανεκπλήρωτων ονείρων, ένα μυαλό που έχει αποδεχθεί τα περασμένα και τα παροντικά. Δύο μάτια που κοιτούν άφοβα το μέλλον και το τέλος. Το αίσθημα της πληρότητας.

«Η ευτυχία απάνω στη γης είναι κομμένη στο μπόι του ανθρώπου. Δεν είναι σπάνιο πουλί να το κυνηγούμε πότε στον ουρανό, πότε στο μυαλό μας. Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας», έγραψε ο Καζαντζάκης στην «Αναφορά στο Γκρέκο». Ευτυχία είναι όλα εκείνα τα μικρά, καθημερινά, ενίοτε ανεπαίσθητα θαύματα. Αλλά και οι ίδιοι οι άνθρωποι, καθένας εκ των οποίων αποτελεί ένα μοναδικό, ανεπανάληπτο θαύμα. Υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από το ανθρώπινο άγγιγμα, από δύο μάτια γεμάτα ευγνωμοσύνη; Αν η ευτυχία δεν είναι το τραγούδι των τζιτζικιών το βράδυ, όταν σιωπούν οι ήχοι της πόλης, το τραγούδι που ακούν μόνοι οι ερωτευμένοι που ξενυχτούν ονειροπολώντας, αν η ευτυχία δεν είναι ο ίδιος ο έρωτας, ένα βασανιστήριο με μορφή ονείρου, τότε τι είναι; Ή μήπως είναι μία ουτοπία, ένα κατασκεύασμα του ανθρώπου, του μόνου όντος που αρέσκεται να ζει με φρούδες ελπίδες; Ποιος θα μπορούσε όμως να αρνηθεί ότι δεν νιώθει έστω και μία στάλα ευτυχίας όταν αγκαλιάζει τους ανθρώπους που κάνουν τις ανάσες του να αξίζουν; Εκείνους που όταν χάνονται, χάνεται μαζί τους και ο κόσμος και δεν ξημερώνει πλέον για εμάς… Σπάνιο αυτό το είδος αγάπης, για αυτό και σπάνια και η ευτυχία και ο ευτυχισμένος άνθρωπος. Ο άνθρωπος όμως αυτός φτάνει στη θέωση: απαλλαγμένος από την οδύνη και το φόβο του θανάτου, εξισώνεται με το θεό.

Κι αν περπατώντας σήμερα στους δρόμους της Αθήνας, αντικρίζουμε μία κατηφή πόλη, είναι γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος αναζητά την ευτυχία σε λάθος μονοπάτια: στην πολυτέλεια, τις κίβδηλες σχέσεις, τους έρωτες της μίας μέρας… Με όλα αυτά πασχίζει να κατατροπώσει το τέρας της δυστυχίας, το οποίο ωστόσο ως γέννημα της ψυχής, ηττάται μόνο με έργα της ψυχής και όχι της ύλης.

Τι γίνεται όμως όταν η ευτυχία εμποδίζεται όχι από την ύλη, αλλά από τα όνειρα; Αν «η ευτυχία έγινε όχι για να την φτάνουμε, αλλά για να την κυνηγάμε», όπως έγραψε ο Λουντέμης, μήπως αυτό ακριβώς το κυνήγι νοηματοδοτεί  τη ζωή μας; Μήπως η ψυχή μας θρέφεται από τις χίμαιρες, χωρίς τις οποίες το μέλλον θα έμοιαζε γυμνό από στόχους, μία απλή και αδιάφορη προέκταση του τώρα; Δεν είναι τα άπιαστα όνειρα αυτά που μας καθιστούν δυστυχισμένους, αλλά η απουσία τους ή σιγουριά πως δεν θα τα πραγματώσουμε. Σιγουριά που συνήθως επαληθεύεται, ταυτόχρονα, όμως, μάς στερεί μία αυταπάτη που αποτελούσε για εμάς πηγή ελπίδας.

Αυτό που χρειάζεται να κατανοήσουμε είναι ότι η ευτυχία ψεύδεται: εὖ και τύχη, η εύνοια της τύχης. Όχι, η ευτυχία βρίσκεται στα χέρια ή σωστότερα στη ψυχή του ανθρώπου. «’Ηθος ἀνθρῴπω δαίμων» έλεγε ο Ηράκλειτος. Διατηρώντας μία αμίαντη ψυχή, ατενίζουμε άφοβα τη ζωή, ειδικά σε χαλεπούς καιρούς. Θυμάμαι, σε κάποιο τοίχο του σχολείου μου έγραφε τη ρήση του Καζαντζάκη «Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα». Τι περιμένουμε λοιπόν; Ας ζωγραφίσουμε!

* H Κατερίνα Κωνσταντοπούλου είναι φοιτήτρια Φιλολογίας του ΕΚΠΑ