Τα Χριστούγεννα τα θυμάμαι περισσότερο από τα κάλαντα. Δεν θυμάμαι να στολίζαμε δένδρο. Θυμάμαι όμως ότι η γιαγιά και η μάνα έφτιαχναν γλυκά. Όλο το σπίτι μέσα στις μυρωδιές. Κουραμπιέδες… Μελομακάρονα… Δίπλες… Τρελαινόμουν για τις δίπλες.
Μου άρεσαν πολύ τα Χριστούγεννα. Τα περίμενα με ανυπομονησία. Όχι για τα δώρα. Δεν θυμάμαι να είχα και πολλά. Ο νονός μου άλλωστε ήταν πάντα απών. Γι αυτό και όταν ήρθε να με δει για πρώτη φορά στα δεκατέσσερα μου χρόνια του είπα: «Αν ήρθες για μένα πάρε το δώρο σου και φύγε. Αν ήρθες για τους γονείς μου μείνε αλλά θα φύγω εγώ μέχρι να εξαφανιστείς».
Δεν έχω παράπονο. Ήταν συνεπής. Εξαφανίστηκε. Από τότε δεν τον ξαναείδα…..
Μου άρεσαν πολύ τα Χριστούγεννα. Γιατί είχα την τιμητική μου. Ήμουν ο μόνος που γιόρταζε στο σπίτι. Ο μικρότερος, ο πιο χαϊδεμένος και ο πιο στριμμένος. Αυτή την ημέρα μου έκαναν όλα τα χατίρια. Καθόμουν στην θέση του παππού, στην κεφαλή του τραπεζιού και όλοι περίμεναν την «εντολή» μου να φάμε. Με κορόιδευαν κρυφά οι μεγάλοι.
Μια φορά τον χρόνο άστο το βλαμμένο να κάνει τον Κολοκοτρώνη μουρμούριζαν μεταξύ τους. Πελοπόννησος βλέπετε, ο Γέρος του Μωριά ήταν πολύ ψηλά στο κάδρο…
Και τα αδέλφια μου με κορόιδευαν, εκείνα όμως φανερά.
-Μπορώ να πάρω λίγο ψωμί μου ζητούσε τάχα την άδεια γελώντας ο ένας.
-Μπορείς του έλεγα σοβαρά εγώ.
-Μπορώ να πιω λίγο νερό ο άλλος.
Του επέτρεπα εγώ.
Θυμάμαι ότι δεν τρώγαμε ποτέ τα Χριστούγεννα γαλοπούλα γιατί δεν άρεσε σε μένα. Έτσι πίστευα το χαϊβάνι. Μετά από χρόνια διαπίστωσα ότι σε κανέναν δεν άρεσε.
Αλλά με άφηναν να πιστεύω ότι το έκαναν για μένα. Ούτε και τώρα τρώνε δηλαδή.
Μου άρεσαν πολύ τα Χριστούγεννα. Ξυπνάγαμε πολύ νωρίς για να πούμε τα κάλαντα. Πριν χαράξει. Όχι όπως τώρα που πρέπει να βγει ο ήλιος. Σε όλες τις γειτονιές άκουγες φωνούλες να λένε φάλτσα τις περισσότερες φορές, το «Καλήν εσπέρα άρχοντες». Ξέραμε όχι μόνο τους ιδιοκτήτες όλων των σπιτιών που θα λέγαμε τα κάλαντα – όχι σαν σήμερα που δεν ξέρεις τι υπάρχει πίσω από κάθε κλειστή πόρτα – αλλά και τι θα μας έδινε το κάθε σπίτι. Αυτό χρήματα. Το άλλο κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Το παραδίπλα φρούτα, καρύδια και σταφίδες. Ότι είχε το καθένα…
Είχαμε σταμπάρει και όσα όχι μόνο δεν μας έδιναν τίποτα, αλλά δεν μας άνοιγαν καν με το κλασικό αιτιολογικό ότι «μας τα είπαν άλλοι». Αυτά τα σπίτια τα αφήναμε για το τέλος.. Πηγαίναμε πρώτα στα «στάνταρ», σε αυτά που ξέραμε ότι θα μας δώσουν κάτι να προλάβουμε μην τα πουν πρώτοι οι «άλλοι» και στο τέλος λέγαμε τα κάλαντα σε αυτά που ξέραμε ότι δεν θα μας ανοίξουν.
Τα λέγαμε όσο παράφωνα μπορούσαμε – δεν χρειαζόταν και μεγάλη προσπάθεια δηλαδή – περιμέναμε λίγο γνωρίζοντας ότι δεν θα έρθει κανείς να μας ανοίξει και μετά χτυπούσαμε με επιμονή και κάθε φορά πιο δυνατά το ρόπτρο της πόρτας ( δεν είχαν κουδούνια τότε τα περισσότερα σπίτια) μέχρι να ακούσουμε κάποιο θόρυβο μέσα από στο σπίτι. «Κουφοί» αυτοί; Πιο επίμονοι εμείς.
Και όταν ακούγαμε θυμωμένα βήματα να έρχονται προς την πόρτα, κοιταζόμαστε στα μάτια κάτι σαν σύνθημα δηλαδή και το βάζαμε στα πόδια. Ακούγαμε τις άγριες φωνές αλλά εμείς αέρας, μπουχός, ήμασταν τόσο γρήγοροι που δεν προλάβαιναν να δουν τίποτα από μας πριν στρίψουμε στην πρώτη γωνία.
Στο τέλος όλα τα παιδιά, είχε βγει πια ο ήλιος, καταλήγαμε στο σπίτι του δεσπότη που ήταν στην άκρη της πόλης προς την θάλασσα. Ξέραμε ότι θα μας δώσει χρήματα. Όχι ο ίδιος. Αυτός δεν έβγαινε ποτέ. Είχε έναν εκεί που μας άνοιγε και έδινε κάτι σε όλους. Δεσπότης ήταν. Από μέσα του θα έβραζε φυσικά, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά γιατί θα τον κάναμε βούκινο. Δεν γινόταν ο Δεσπότης της περιοχής να μην δώσει κάτι στα παιδιά. Σαν εκβιασμός μου φαινόταν αυτό που κάναμε τότε, αλλά το κάναμε.
Όταν τελειώναμε, σε ένα παγκάκι στην πλατεία μοιράζαμε τα «λάφυρά» μας. Τα φρούτα εγώ δεν τα έπαιρνα. Οι πορτοκαλιές και η μανταρινιά στον κήπο ήταν γεμάτες.
Ούτε τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα τα ήθελα, άσε που τα περισσότερα τα είχαμε φάει κιόλας. Εγώ ήθελα τις δίπλες της γιαγιάς.
Αυτά θυμάμαι από τα Χριστούγεννα με νοσταλγία, αθωότητα και γλύκα. Σαν τις δίπλες της γιαγιάς. Αυτή η γεύση της δίπλας δεν έχει χαθεί από το στόμα μου όσα Χριστούγεννα και αν έχουν περάσει από τότε. Όταν τα θυμάμαι όλα αυτά αναρωτιέμαι: Ήμασταν καλά παιδιά τότε; Δεν ξέρω αλήθεια. Εκείνο που ξέρω όμως με βεβαιότητα είναι ότι είχαμε μια αθωότητα στην ψυχή, μια φλόγα στην καρδιά και μια καθαρότητα στο βλέμμα.
Γιατί δεν μου άρεσαν τα Χριστούγεννα;
Εκείνο που θέλω να ξεχνώ είναι ότι λίγες μέρες πριν, σφάζαμε το γουρούνι στον κήπο που τρέφαμε πολλούς μήνες πριν. Ήταν η θυσία του ζώου στην ανάγκη της οικογένειας να υπάρχουν στο σπίτι για όλο τον χειμώνα λουκάνικα και κρέας, το περίφημο παστό η σύγκλινο.
Ένα θηρίο που εγώ κάποιες φορές όταν το τάιζα, το κοιτούσα και φάνταζε στα μάτια μου σαν άλογο και προσπαθούσα να το «ιππεύσω». Ήμουν όμως πάντα άτυχος, η περισσότερο ικανό το ζώο που δεν ήθελε ανεπιθύμητους «ιππείς» πάνω του. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα με είχε πετάξει φαρδιά-πλατιά μέσα στις λάσπες.
Και μετά φωνές από την μάνα. Βλέπεις δεν υπήρχαν πλυντήρια τότε. Μόνο η σκάφη.
Βλέποντας πολλά χρόνια μετά έξω από κάποια περίπτερα, τον ηλεκτρικό ίππο που με ένα κέρμα ανέβαινες πάνω του και αυτός «χτυπιόταν» να σε ρίξει κάτω, θυμόμουν πάντα χαμογελώντας εκείνες τις αθώες τούμπες μέσα στην λάσπη. Μαζεύονταν λοιπόν λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα όλοι οι άνδρες της γειτονιάς να κάνουν καλά ένα ζώο 60 με 80 κιλά. Πως να το κάνουν ζάφτι… Ο ένας το έπιανε από το κεφάλι, ο άλλος από τα πόδια, ο τρίτος έπεφτε πάνω του και ο τέταρτος περίμενε πότε θα το ακινητοποιήσουν οι άλλοι τρείς για να του δώσει το καίριο «χτύπημα». Μια κίνηση όμως του ζώου ήταν αρκετή να τους πετάξει όλους κάτω και να το βάλει στα πόδια. Μπροστά το ζώο πίσω οι άλλοι να το κυνηγούν στον κήπο. Και άντε πάλι από την αρχή. Είχαν κλείσει και την πόρτα του κήπου για να μην τους φύγει.
Εγώ βλέποντας όλη αυτή την σκηνή από την βεράντα, σκεφτόμουν να πάω κοντά στην πόρτα και όταν θα τους ξέφευγε πάλι να του άνοιγα την πόρτα της ελευθερίας. Η εικόνα του γουρουνιού μπροστά και πίσω πέντε έξι μαντραχαλάδες να το κυνηγούν μου έδινε ικανοποίηση και χαρά. Αλλά δεν τόλμησα να το κάνω ποτέ. Φοβόμουν μην είχα εγώ την τύχη του γουρουνιού. Τους θεωρούσα ικανούς να το κάνουν από τα νεύρα και την γελοιοποίηση τους.
Πέρασαν τα χρόνια μεγαλώσαμε, γνωριστήκαμε με άλλες πολιτείες, με άλλους ανθρώπους, με άλλα σπίτια, με άλλα φεγγάρια. Από αυτά, κάποια σβήστηκαν στο πέρασμα του χρόνου, αλλά τα περισσότερα έμειναν χαραγμένα ζωντανά στην μνήμη. Ήρθανε μέρες που τελικά σαν να την ευχαριστηθήκαμε κάμποσο εκείνη την ανοικονόμητη ζωή.
Τι τα θες, τα έχουμε αγαπήσει και πολύ ποθήσει εκείνα τα χρόνια, ίσως γιατί δεν είχαμε νιώσει τότε, πόσες λαβωματιές πρέπει να πάρει κανείς για να τα καταφέρει με τον καιρό και την τύχη…
Καλά Χριστούγεννα !!!!!!