Στην κινηματογραφική μεταφορά του μιούζικαλ των Kander και Ebb, «Cabaret» (1972), υπάρχει μία από τις πιο ανατριχιαστικές σκηνές στην ιστορία του σινεμά. Η συζήτηση μεταξύ δύο χαρακτήρων σε μία μπυραρία της Γερμανίας του μεσοπολέμου διακόπτεται όταν ένα αγόρι αρχίζει να τραγουδά ενα παραδοσιακό τραγούδι που εξυμνεί τη φύση, την πατρίδα και τη νεότητα. Σταδιακά το πλάνο αποκαλύπτει πως το παιδί φορά τη στολή της Χιτλερικής Νεολαίας και το τραγούδι, με τη βοήθεια μιας ορχήστρας αλλά και τις φωνές των περισσότερων παρευρισκομένων, παίρνει μορφή μιλιταριστικού ύμνου. Η σκηνή κορυφώνεται με το παιδί να φορά το στρατιωτικό καπέλο και να χαιρετά ναζιστικά.
Το αγόρι εκείνο δεν ήταν ναζί. Τουλάχιστον όχι με την σημερινή έννοια. Δεν μπορούσε να ξέρει, δέκα και κάτι χρόνια πριν το Ολοκαύτωμα, και με την εφηβική του αφέλεια, πως εκφράζει την απόλυτη ιδεολογία του μίσους. Σήμερα, όμως, γνωρίζουμε όλοι, συμπεριλαμβανομένων των εφήβων. Από πολύ μικρή ηλικία οι νέοι έχουν πρόσβαση στο ίντερνετ και στις πληροφορίες που αυτό προσφέρει. Παρόλ’ αυτά, χωρίς τα κατάλληλα διανοητικά και ηθικά εργαλεία μπορούν εύκολα να γίνουν θύματα παραπληροφόρησης και προπαγάνδας. Τα εργαλεία αυτά (πρέπει να) τα παρέχουν το σχολείο και οι γονείς.
Οι έφηβοι είναι από τη φύση τους επαναστατικοί. Στην Ελλάδα η αριστερά έχει συστηματικά εργαλειοποιήσει την επαναστατικότητα των νέων. Τι γίνεται, όμως, όταν οι τάσεις και οι απόψεις που εκφράζουν την επαναστατικότητα των νέων είναι εκείνες που έχουν καλλιεργηθεί στο χωράφι που καλλιεργήθηκε και η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία; Σήμερα στην Ελλάδα οι έφηβοι κάνουν καταλήψεις και διαδηλώνουν για εθνικά θέματα που δεν κατανοούν, εκδηλώνοντας μία επίπλαστη αγανάκτηση – αφού τα θέματα για τα οποία αντιδρούν δεν τους επηρεάζουν – απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα το οποίο στα μάτια τους είναι μία θολή, ακαθόριστη εικόνα χρωματισμένη από ιδεοληπτικές προκαταλήψεις και λαϊκιστική προπαγάνδα.
Τα αίτια του φαινομένου αυτού εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στις εκρήξεις οργής που έλαβαν χώρα στις πλατείες των αγανακτισμένων. Όταν έπρεπε να υπάρξει μία συμφωνία για μία κοινή στρατηγική για την αντιμετώπιση της κρίσης, οι πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονταν απέναντι από την κυβέρνηση στο ξέσπασμα της κρίσης έσπειραν τον πανικό, τον διχασμό και το μίσος απέναντι σε πρόσωπα και θεσμούς. Διαμορθώθηκε έτσι ένας ετερόκλητος, ανομοιογενής φαινομενικά όχλος που τον ένωνε η αντιμνημονιακή υστερία και ένα κοινό, συλλογικό αίσθημα κατά του πολιτικού συστήματος. Ήταν ένας όχλος που πίστευε σε θεωρίες συνωμοσίας, απειλούσε τα πρόσωπα που έκρινε υπεύθυνα για την κρίση με εμπρησμούς και κρεμάλες και ήταν έρμαιο της προπαγάνδας των δημαγωγών.
Το μεγαλύτερο κομμάτι αυτού του όχλου κατάφερε να στείλει στις κυβερνητικές θέσεις τούς αντιπροσώπους του. Οι τελευταίοι, αφού πρώτα τόνισαν τις ιδεολογικές τους διαφορές από τους χθεσινούς τους συμμάχους στον κοινό, αντιμνημονιακό αγώνα, απέτυχαν να πραγματοποιήσουν τις υποσχέσεις τους και να κρατήσουν τον «αντισυστημικό» χαρακτήρα τους. Κατά συνέπεια, το μεγαλύτερο κομμάτι των αντιμνημονιακών που δεν αντιπροσωπεύεται στην κυβέρνηση αποτελεί τώρα την βασική πηγή αντίδρασης στο σύστημα. Και έχοντας θρέψει μαζί με τους χθεσινούς τους συμμάχους στις πλατείες μία γενιά που να αντιδρά τυφλά σε κάθε μορφή «συστημικής» πολιτικής εξουσίας, πουλάνε τώρα επανάσταση (με τη μορφή εθνικισμού) σ’ εκείνους που είναι έτοιμοι να την αγοράσουν, δηλαδή στους νεότερους.
Το ερώτημα είναι αν οι έφηβοι ταυτίζονται με τους πατριδοκάπηλους ακροδεξιούς των οποίων τα συμφέροντα εξυπηρετούν. Πόσο αθώος μπορεί να είναι κάποιος που δηλώνει πως «η δημοκρατία πούλησε την Μακεδονία»; Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν πρόκειται για καλοπροαίρετα παιδιά που τραγουδούν ειδυλλιακά, πατριωτικά τραγούδια.
* O Θεόφιλος Περπερίδης είναι απόφοιτος του Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του ΑΠΘ