Αποσβολωμένη η κοινή γνώμη παρακολουθεί το μέχρι πρότινος ασυμβίβαστο και εντόνως συγκρουσιακό κυβερνητικό συνονθύλευμα των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, να μετεξελίσσεται στο πιο πειθήνιο και ευεπίφορο όργανο των θεσμών που το ίδιο κατήγγειλε ως ολετήρες της χώρας μας. Προηγήθηκαν βεβαίως παλινωδίες όσον αφορά τις προεκλογικές δεσμεύσεις-εξαγγελίες και οι απαραίτητες εσωτερικές εκκαθαρίσεις-αποχωρήσεις των διαφωνούντων, μετά από ένα δημοψήφισμα παρωδία.
Τι συνέβαλε στην αλλαγή πλεύσης της συγκυβέρνησης έτσι ώστε και μνημόνια να υπογράψει φαρδιά πλατιά και να απεμπολήσει ιδεολογικές αρχές που την κατέτασσαν στο αντιμνημονιακό τόξο και τη διαφοροποιούσαν ριζικά από τις λοιπές «συστημικές» πολιτικές δυνάμεις;
Προφανώς και δεν θα αρκεστούμε σε σενάρια συνωμοσιολογίας όπου σκοτεινές δυνάμεις απεργάζονται την καταστροφή της χώρας εκβιάζοντας και απειλώντας την εκάστοτε εξουσία. Οι υπεραπλουστευμένες και μονοδιάστατες εξηγήσεις σύνθετων πολιτικών φαινομένων, είναι ίδιον των ανθρώπων που δεν διαθέτουν ορθολογιστική σκέψη, ιστορική γνώση και πολιτική ωριμότητα. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να απαντήσουμε στην ερώτηση με νηφαλιότητα και με την απόσταση που προσιδιάζει στην περίπτωση για μια αντικειμενική προσέγγιση των πραγμάτων.
Η ριζοσπαστική Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ αφενός και η εθνικο-λαϊκή δεξιά των ΑΝΕΛ αφετέρου, έγκαιρα διέγνωσαν την έντονη δυσαρέσκεια των πολιτών έναντι του πολιτικού συστήματος. Τα δύο κόμματα της εξουσίας που με εναλλαγές διακυβέρνησαν τη χώρα κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, εκπροσωπούσαν για τους πολίτες όχι μόνο τους κύριους υπαίτιους για την οικονομική καταστροφή, αλλά και τους άμεσα συνεργούς των ξένων θεσμών οι οποίοι για να συμβάλλουν στην οικονομική ανόρθωση και εξυγίανση της οικονομίας, απαιτούσαν μεταρρυθμίσεις και περιστολή των δαπανών, με απόρροια την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου.
Πρόθεση αμφότερων των κομμάτων της αντιπολίτευσης ήταν να καρπωθούν στο έπακρο την αγανάκτηση των πολιτών και να την μετατρέψουν σε εκλογική δύναμη για να διευρύνουν περαιτέρω την εκλογική τους βάση με σκοπό την νομή της εξουσίας. Για αυτό μετήλθαν οποιοδήποτε δημαγωγικό μέσο μπορούσαν να αξιοποιήσουν προκειμένου να επιτύχουν τον στόχο τους, χωρίς να αναλογίζονται την ασυνέπεια μεταξύ λόγων και έργων. Πολιτεύθηκαν με άκρατο λαϊκισμό, παροχολογία και με υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα.
Οταν ο πολιτικός στόχος επετεύχθη και το πολιτικό μόρφωμα έγινε κυβέρνηση, οι ιδεοληψίες και οι εμμονές σε αναχρονιστικές πολιτικές, συνετέλεσαν στο να οξυνθούν τα προβλήματα. Η απόσταση μεταξύ των προεκλογικών υποσχέσεων και της υλοποίησής τους, φάνταζε πλέον αγεφύρωτη.
Είτε από διάθεση εκμετάλλευσης της συγκυρίας, κινούμενη στα όρια του λαϊκισμού παλιάς κοπής και της πολιτικής απάτης είτε από άγνοια κινδύνου και σοβαρότητας της κατάστασης, εγκλωβίστηκε στην παγίδα που έστησε άθελά της, προκειμένου να ανέλθει στην εξουσία. Το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθε ήταν αναπόφευκτο. Η πολιτική διαχείριση του φλέγοντος οικονομικού ζητήματος ήταν αδύνατη. Οι δυο επιλογές της κυβέρνησης ήταν: Ή οριστική ρήξη με τους δανειστές και αποχώρηση από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τις αντίστοιχες δυσμενείς επιπτώσεις για την χώρα ή μια αξιοπρεπής αποχώρηση μέσω του δημοψηφίσματος ευελπιστώντας στην επιλογή από τον Ελληνικό λαό για παραμονή στην ευρωζώνη και τη συνέχεια των διαπραγματεύσεων.
Η επιλογή της ρήξης ήταν πολύ βαριά για ανάληψη ευθύνης και τα εκλογικά αποτελέσματα του δημοψηφίσματος δεν έδιναν άλλοθι για αποχώρηση. Οπότε η επιλογή ήταν μονόδρομος: παράδοση άνευ όρων και πλήρης υποταγή στα κελεύσματα των αγορών.
Ανακύπτει βέβαια το ερώτημα: γιατί υφίσταται μια σχέση καχυποψίας και ταυτόχρονης εξάρτησης των λαών και των κυβερνήσεων έναντι των απρόσωπων αγορών;
Δεν πρέπει να διαλανθάνει την προσοχή μας το αναμφισβήτητο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, το οποίο έλαβε χώρα μετά την πτώση του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Δεν είναι η πρώτη φορά στα χρονικά της ανθρώπινης ιστορίας που παρατηρείται. Είναι η πρώτη όμως φορά που έχει τέτοια ένταση και δυναμική, εξαπλώνεται με τόσο ραγδαίο ρυθμό και ουσιαστικά επιβεβαιώνει την επικράτηση του καπιταλισμού ως τον αδιαφιλονίκητο τρόπο παραγωγής και ζωής, ανακηρύσσοντάς τον ως τον αναντίρρητο νικητή έναντι του σοσιαλιστικού συστήματος.
Ο εκδημοκρατισμός της οικονομίας, της τεχνολογίας και της γνώσης, έδωσε τέτοια ώθηση και δυναμική στην ελεύθερη αγορά έτσι ώστε να συντελεστούν κοσμοϊστορικές αλλαγές. Χώρες που πρωτοστάτησαν ως φάροι της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, παραδοσιακοί οικονομικοί κολοσσοί, αναγκάζονται να προσαρμοστούν στα νέα οικονομικά δεδομένα και να ηγηθούν στην παγκόσμια απελευθέρωση αγορών και κεφαλαίων. Χώρες που μέχρι πριν δυο, τρεις δεκαετίες λιμοκτονούσαν, αναθεώρησαν την ιδεολογία και κοσμοθεωρία τους, άνοιξαν τα σύνορα και τις αγορές τους, με αποτέλεσμα να εξαλείψουν το φάσμα της πείνας και να βιώσουν πρωτοφανή ανάπτυξη. Χώρες που πελαγοδρομούν και δεν έχουν βρει το βηματισμό τους στην νέα τάξη πραγμάτων είναι αναγκασμένες να βολοδέρνουν και να ταλανίζονται από οικονομική καχεξία και κοινωνικές εντάσεις.
Δυστυχώς η χώρα μας ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Στις χώρες που δεν αφουγκράστηκαν τις κοσμογονικές αλλαγές που συντελέστηκαν σε ιδεολογικό επίπεδο, δεν οικειοποιήθηκαν τις προκλήσεις της ανοιχτής οικονομίας, δεν αφομοίωσαν τις τεχνολογικές εξελίξεις, με αποτέλεσμα να μην αξιοποιήσουν τις αστείρευτες δυνατότητες που παρέχει ένα έντονα ανταγωνιστικό, παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Απόρροια της έλλειψης προσαρμοστικότητας στις καινούριες συνθήκες ήταν να αναπτύξει η ελληνική κοινωνία φοβικά σύνδρομα απέναντι σε οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική προσπάθεια και να υποστεί η οικονομία, τις αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης. Να μην μπορεί δηλαδή να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των καιρών με αποτέλεσμα ένα αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο και ένα δημόσιο χρέος που δεν μπορούσε πλέον να εξυπηρετηθεί. Ουδείς εχέφρων επενδυτής και ουδεμία αγορά δεν θα εξακολουθούσε να χρηματοδοτεί με ευνοϊκούς όρους, ένα κράτος που η πιστοληπτική του ικανότητα είχε απολεσθεί.
Η προσφυγή στους θεσμικούς εκπροσώπους της ελεύθερης οικονομίας και των αγορών για χρηματοδότηση προκειμένου να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία ήταν μονόδρομος. Αυτό ίσχυε για όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις, αυτό ισχύει και για την συγκυβέρνηση των ΣΥΡΖΑ – ΑΝΕΛ. Οι ανέξοδοι παλικαρισμοί και φθηνοί λεονταρισμοί κατέρρευσαν εν μια νυκτί. Η αμείλικτη οικονομική πραγματικότητα επιβεβαίωσε την άποψη πως εάν δεν προσαρμοστείς έγκαιρα στις νέες συνθήκες που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση, η προσαρμογή θα είναι βίαιη και επώδυνη. Αυτό έγινε κατανοητό έστω και με καθυστέρηση από την κυβέρνηση, αλλά κυρίως από την εκλογική μάζα, η οποία ουσιαστικά στήριξε μια προσπάθεια ανατροπής της μέχρι πρότινος πολιτικής, αλλά τελικά οδήγησε στη συνθηκολόγηση με δυσμενέστερους όρους.
Η συνειδητοποίηση κυρίως από τους θερμόαιμους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ, πως δεν υπάρχουν εύκολες και ανώδυνες λύσεις και ο δρόμος προς την ανάπτυξη και την ευημερία των λαών περνά μέσα από την οικονομία της ελεύθερης αγοράς, είναι ίσως η μεγαλύτερη κατάκτηση των τελευταίων ετών. Παρόλο που το νέο Μνημόνιο της Αριστεράς εμπεριέχει επαχθέστερους όρους, οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές ψηφίστηκαν από το Ελληνικό κοινοβούλιο με συνοπτικές διαδικασίες. Και όλα αυτά με αναιμικές αντιδράσεις από τον λαό.
Εν τέλει, η σημερινή κυβέρνηση αποτελεί συνειδητά ή όχι το όχημα της επώδυνης προσαρμογής, τον φορέα που προς το παρόν τουλάχιστον σε επίπεδο νομοθετικό, κερδίζει το στοίχημα του εκσυγχρονισμού της χώρας. Για αυτό εξάλλου απέσπασε προσφάτως και τα εύσημα πολιτικών και οικονομικών παραγόντων της διεθνούς σκηνής. Αποτελεί για αυτούς τον δούρειο ίππο της ελεύθερης αγοράς.
*Ο Αρης Δίπλας είναι εκπαιδευτικός.