Eχουν περάσει πάνω από 10.000 χρόνια από τότε που η κοινωνία βίωσε τη μετάβαση από μια τροφοσυλλεκτική κοινωνική οργάνωση σε ένα νέο γεωργικό πρότυπο που συνοδεύτηκε από την εμφάνιση των πρώτων οικιστικών συνόλων και, όμως, ακόμη και σήμερα είναι εμφανή δύο πράγματα: η ανάγκη για συλλογικότητα και ο δημόσιος χώρος. Τα δύο παραπάνω σημεία σχετίζονται μεταξύ τους αφού η συλλογικότητα είναι, εν μέρει, αιτία σχηματισμού των πόλεων, ενώ ο δημόσιος χώρος είναι αναπόσπαστο στοιχείο τους όπου η συλλογικότητα εκφράζεται σε όλο της το μεγαλείο! Πράγματι, παρότι στην κοινή συνείδηση η έννοια του δημόσιου χώρου είναι γενικά επιφορτισμένη με την έννοια του πολίτη και τα δικαιώματά του στην πόλη, ενσαρκώνοντας την αριστοτέλειο προσέγγιση περί της κοινωνικής φύσης του ανθρώπινου όντος, συχνά, υποστηρίζεται πως ο δημόσιος χώρος βιώνει μια φάση παρακμής, υπονοώντας πως μειώνεται η σημασία του ως χώρου πολιτικής έκφρασης.
Οι απόψεις αυτές είναι αποτέλεσμα μιας σειράς παρατηρήσεων που άλλοτε σχετίζονται με τη μετατροπή του δημόσιου αστικού χώρου σε ιδιωτικοποιημένους χώρους, όπου το «δικαίωμα του πολίτη» μετατρέπεται σε «δικαίωμα του πελάτη» και άλλοτε αφορούν τον σύγχρονο τρόπο ζωής και συμπεριφοράς των ανθρώπων με χαρακτηριστικότερο στοιχείο την εξάρτηση από το διαδίκτυο. Ορισμένες φορές τίθεται στο τραπέζι της συζήτησης και μια ακόμη παράμετρος που αφορά την αναγκαιότητα ύπαρξης του δημόσιου χώρου των πόλεων σε μια περίοδο όπου η αστική συνείδηση μετασχηματίζεται και τείνει να γίνεται πλανητική. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι δύο: Εχουμε ανάγκη τον δημόσιο χώρο; Αν ναι, πως μπορούμε να τον αναβαθμίσουμε ή, καλύτερα, να τον αποκαταστήσουμε στην πρότερη αξία του ως κοινωνικού και ζωτικού χώρου των πόλεων;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι σχετικά εύκολη, αρκεί να μεταφέρουμε τον νου μας σε μια πόλη όπου ο δημόσιος χώρος απουσιάζει. Ένα τέτοιο σενάριο μπορεί να είναι σενάριο μόνο ταινιών επιστημονικής φαντασίας, όπου ακόμη και σε αυτές πάντα υπάρχει έστω ένα μικρό δρομάκι που είναι προσβάσιμο και δεν καταγράφεται 24/7, αφήνοντας μια διέξοδο για αυτό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε «δημόσιο».
Το δεύτερο ερώτημα είναι περισσότερο δύσκολο να προσεγγιστεί αν και η διερεύνηση ορισμένων πρακτικών που ακολουθούνται σε πόλεις ανά τον κόσμο μπορεί να το απαντήσει. Σύμφωνα με μια σειρά κοινωνικών και αρχιτεκτονικών μελετών αλλά και βάσει αστικών παρεμβάσεων που έλαβαν χώρα στην Αμερική και τον ευρωπαϊκό βορά, αρκούν τρία πράγματα για να ξαναζωντανέψει ο δρόμος: η ανάπτυξη ενός αισθήματος ασφάλειας, η ύπαρξη και εξυπηρέτηση κάποιας σκοπιμότητας και η παρουσία ενός καλαίσθητου περιβάλλοντος με κατάλληλες ποιότητες. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι παραπάνω παρεμβάσεις αντιμετωπίστηκαν στο πλαίσιο παρεμβάσεων σχετικών με την κινητικότητα και την οργάνωση των ισογείων των κτιρίων. Χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις είναι αμερικάνικες πόλεις, όπως η Νέα Υόρκη καθώς και πόλεις της Δανίας, της Ολλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Σκεπτόμενοι τα παραπάνω, ας επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στην Ελλάδα. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις κατακυριεύονται από δρόμους όπου η μηχανοκίνηση είναι δεδομένη, όπως δεδομένη θεωρείται η ανεξέλεγκτη στάθμευση ακόμη και στα μικρού πλάτους πεζοδρόμια, που δυσχεραίνουν την κίνηση των πεζών και των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού. Οι περισσότερες αναπλάσεις είναι σημειακής κλίμακας και στοχεύουν στην αισθητική βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος χωρίς να ανταποκρίνονται, πάντα, στις τοπικές ανάγκες. Πολλές φορές, ακόμη και παρεμβάσεις που κρίνονται θετικά, όπως η κατασκευή ποδηλατοδρόμων, υλοποιούνται με τρόπο απαράδεκτο και επικίνδυνο για τους χρήστες τους και για τον λόγο αυτό, συχνά, απαξιώνονται.
Η πρόθεση υπάρχει και η ελληνική πόλη έχει το πλεονέκτημα πως δεν βίωσε σημαντικές τροποποιήσεις στη σύγχρονη ιστορία της. Ως επί το πλείστον είναι συμπαγής, αλλά, διάτρητη σε «κινδύνους». Μια σωστά σχεδιασμένη συμπαγής πόλη είναι, ίσως, η λύση. Η βιώσιμη κινητικότητα μπορεί να φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά και να ενισχύσει την προσωπική και τη συλλογική μνήμη, αξιοποιώντας τις σύγχρονες τεχνολογίες. Μπορεί να μην υπάρχει λόγος η πλαστική καρέκλα να βγει ξανά στον δρόμο για την καθιερωμένη απογευματινή συζήτηση· το να δώσουμε, όμως, μια ευκαιρία στον δημόσιο χώρο είναι κάτι το υλοποιήσιμο. Αξίζει να το προσπαθήσουμε και, ίσως, είναι η αρχή όχι μόνο για την ανάδειξη του δημόσιου χαρακτήρα των πόλεων αλλά και για την έξοδο από την κρίση, τουλάχιστον σε κοινωνικό επίπεδο.
*Ο Χαράλαμπος Κυριακίδης είναι χωροτάκτης-πολεοδόμος μηχανικός, MSc., Υποψ.Δρ. ΕΜΠ