Αναγνώστες

Στο μεταίχμιο των mainstream politics

Ο δημόσιος διάλογος που αναπτύχθηκε με αφορμή το βρετανικό δημοψήφισμα και τις αμερικάνικες εκλογές, ήρθε να επιβεβαιώσει ότι η νέα διαχωριστική γραμμή στον χώρο της πολιτικής είναι λιγότερο μεταξύ Δεξιάς-Αριστεράς και περισσότερο μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν τις ανοιχτές και τις κλειστές κοινωνίες. Ο ακτιβισμός της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της συντηρητικής Δεξιάς, αν και με διαφορετικές […]
Tο δικό σας Protagon

Ο δημόσιος διάλογος που αναπτύχθηκε με αφορμή το βρετανικό δημοψήφισμα και τις αμερικάνικες εκλογές, ήρθε να επιβεβαιώσει ότι η νέα διαχωριστική γραμμή στον χώρο της πολιτικής είναι λιγότερο μεταξύ Δεξιάς-Αριστεράς και περισσότερο μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν τις ανοιχτές και τις κλειστές κοινωνίες.

Ο ακτιβισμός της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της συντηρητικής Δεξιάς, αν και με διαφορετικές ιστορικές και ιδεολογικές αφετηρίες, καταλήγει σε κοινά συμπεράσματα στα βασικά πολιτικά ζητήματα. Στο επίκεντρο αυτής της κριτικής, βρίσκονται οι ανοιχτές κοινωνίες έτσι όπως διαμορφώθηκαν από την παγκοσμιοποίηση, τους υπερεθνικούς οργανισμούς, την εξέλιξη της τεχνολογίας, τη μετανάστευση, την ανοχή στη διαφορετικότητα.

Παράδειγμα τέτοιας πολιτικής συνύπαρξης, εξάλλου, αποτελεί και ο ελληνικός κυβερνητικός συνασπισμός. Ωστόσο, η σύγκλιση αυτή παρατηρείται και στον χώρο των ιδεών, εφόσον στοχαστές με μαρξιστικές αναφορές όπως ο Σλάβοϊ Ζίζεκ αλλά και αριστερές δεξαμενές σκέψης, υποστήριξαν την υποψηφιότητα Τραμπ, προκρίνοντας την αντισυστημική του επιχειρηματολογία κατά του κατεστημένου των ελίτ και του διεθνούς εμπορίου από τη μισαλλόδοξη ρητορική και τη στοχοποίηση κοινωνικών ομάδων.

Στο πρόσφατο συνέδριο των Τόρις, η πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Τερέζα Μέι έκανε λόγο για τον «μοντέρνο συντηρητισμό» που προϋποθέτει αριστερή στροφή στα οικονομικά μέσω του κρατικού προστατευτισμού και δεξιά στροφή στα κοινωνικά υπεραμυνόμενη του κράτους-έθνους. Παρόμοια ατζέντα έχουν υιοθετήσει αρκετές κυβερνήσεις της ανατολικής Ευρώπης αλλά και εν δυνάμει κυβερνήσεις της δυτικής Ευρώπης. Μήπως λοιπόν τα mainstream politics που ακολούθησαν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου με κύριους εκφραστές την κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά και βασικούς πυλώνες τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελεύθερη αγορά, έφτασε η στιγμή να αντικατασταθούν;

Το 1989 μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου ειπώθηκε ότι ήρθε «το τέλος της ιστορίας», δηλαδή το τελικό σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας και η εφαρμογή της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ως οριστική μορφή διακυβέρνησης. Σε λιγότερο από τρεις δεκαετίες, αποδεικνύεται ψευδαίσθηση αυτή η προσδοκία κυρίως λόγω της σταδιακής υποχώρησης του κράτους πρόνοιας που εξασφάλιζε μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή και συλλογική ευημερία. Η παγκοσμιοποίηση και η μεταφορά της παραγωγικής δραστηριότητας στις ασιατικές χώρες, άφησε εκατομμύρια ανθρώπους πίσω, χωρίς παράλληλα οι κυβερνήσεις και η αγορά να δημιουργήσουν αντίστοιχες θέσεις εργασίας ή να τους ενσωματώσουν στις νέες συνθήκες. Επίσης ενώ το κεφάλαιο διεθνοποιήθηκε, τα εργατικά συνδικάτα δεν κατάφεραν να οργανωθούν σε διεθνές επίπεδο ως αντίβαρο αυτής της εξέλιξης.

Συγκριτικά με την εποχή, παρόμοια πολιτικά αδιέξοδα υπήρξαν και σχεδόν έναν αιώνα πριν, κατά την περίοδο της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και της belle époque όπου η ευημερία και η πρόοδος της επιστήμης δεν ήταν αρκετές για να αποτρέψουν τις παγκόσμιες συγκρούσεις και τη γέννηση ολοκληρωτικών καθεστώτων. Πώς θα μπορούσαν όμως να αντιμετωπιστούν τα σημερινά προβλήματα; Με εσωτερική διόρθωση του συστήματος, αναθεωρώντας κεντρικές επιλογές ή με εκ θεμελίων αντισυστημική προσέγγιση;

Εναλλακτικές μορφές διακυβέρνησης όπως η ισλαμική θεοκρατία του αραβικού κόσμου, τα αυταρχικά ασιατικά συστήματα, οι απολυταρχίες τύπου Πούτιν και Ερντογάν ή τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής δεν μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα κοινωνικής οργάνωσης και οικονομικής ανάπτυξης για τη βελτίωση του δυτικού μοντέλου. Ακόμη και η Κίνα που αναδείχθηκε ως παγκόσμια δύναμη μετά το άνοιγμα της οικονομίας της και την ένταξη στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, βιώνει έναν εργασιακό μεσαίωνα και οι πολίτες της στερούνται βασικών ελευθεριών.

Στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες που πρωταγωνίστησαν μεταπολεμικά στην άρση των κοινωνικών και οικονομικών αποκλεισμών, αμφισβητούνται πλέον έντονα πολλά κοινωνικά κεκτημένα αλλά και ο μηχανισμός της ελεύθερης αγοράς. Η διεύρυνση της ΕΕ το 2004 για ιστορικούς λόγους και ακολουθώντας την ενοποίηση της Γερμανίας, συχνά επικαλείται από τους ευρωσκεπτικιστές για τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών, την πολυπλοκότητα στη λήψη αποφάσεων και την ενίσχυση της γερμανικής ηγεσίας που έφερε στο προσκήνιο.

Η αντιμετώπιση των φαινομένων Brexit και Τραμπ και η αναζήτηση νέου θεσμικού πλαισίου, φαντάζει σήμερα και ως η μεγαλύτερη πρόκληση του δυτικού κόσμου.

*Ο Σπύρος Τσαούσης ζει στο Λονδίνο και εργάζεται ως financial controller σε επενδυτική τράπεζα.