Στα «Σταφύλια της Οργής» υπάρχει μία σκηνή που ίσως περνάει απαρατήρητη σε πολλούς. Μετά την αυτοθυσία του πάστορα Κέιζι, ο οποίος παραδίνεται στην αστυνομία ενώ δεν έχει διαπράξει κάποιο έγκλημα, ο θείος Τζον ψάχνει μανιωδώς κάπου να μεθύσει. «Ήτανε η στιγμή», λέει ο θείος Τζον, «που θα μπορούσα να κάνω κάτι για να βγάλω από πάνω μου την αμαρτία, και να αλαφρώσω την ψυχή μου». Στην ουσία, ο θείος Τζον δεν μπορεί να αντέξει τη σάρκα του, το πόσο ο ίδιος μένει άπραγος μπροστά στην αδικία, το πόσο αδύναμος στέκεται δίπλα σε ένα σύστημα που κακοποιεί όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και τους δικούς του ανθρώπους. Απλούστατα ο θείος Τζον δεν αντέχει το ότι δε θα μπορούσε ο ίδιος να θυσιαστεί γι αυτούς και τον συνεπαίρνει το δέος για τον άνθρωπο που το έκανε.
Μετά το θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου, σκέφτομαι ξανά και ξανά αυτή τη σκηνή. Μαζί με το Ζακ Κωστόπουλο θα έπρεπε να πεθάνουν άλλα δύο πράγματα: η τάση μας να συγχέουμε την τιμωρία με την ηθική και η ευκολία με την οποία αποποιούμαστε τις ευθύνες μας. Στο εξωφρενικό βίντεο της επίθεσης φαίνεται το μένος και το πάθος ενός ανθρώπου, που σαν να προετοιμαζόταν χρόνια να σκοτώσει κάποιον στο κλωτσίδι. Φαίνεται η αρρώστια που πλήττει τον «καλό σύζυγο», τον «εξαιρετικό πατέρα». Φαίνεται πως αυτοί οι τίτλοι δεν είναι αντιφατικοί με τον τίτλο του «δολοφόνου». Μπορείς να είσαι και τα δύο.
Εμείς, σαν απλοί και μακρινοί παρατηρητές, καλούμαστε να κρίνουμε το θέατρο που παρακολουθούμε. Παίρνουμε το μέρος του μεν ή του δε, και ταυτόχρονα τασσόμαστε στην αντίστοιχη κοινωνικοπολιτική ομάδα. Εν ολίγοις, χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον θάνατο σαν κάποιο μέσο έκφρασης της δικής μας ταυτότητας. Με ποιον θα ταχθείς; Με τον οροθετικό ακτιβιστή; Ή ενάντια στον «κλέφτη», το «πρεζάκι», το π«πουστράκι»;
Αν ανήκεις στο δεύτερο, καταλαβαίνω κάποια πράγματα για σένα. Είσαι ο άνθρωπος που βλέπει την ιδιοκτησία σαν πιο βασικό δικαίωμα από τη ζωή. Είσαι ο άνθρωπος που θεωρεί πως ο αρρωστημένος από την οργή είναι λιγότερο μεμπτός (καταλαβαίνεις τι θα πει;) από τον ομοφυλόφιλο και το ναρκομανή. Είσαι ο άνθρωπος που, μέσα στον ψευδοκυνισμό του, επικροτεί όποια πράξη αναδεικνύει τα ζωώδη μας ένστικτα. Γιατί έτσι το κάνεις πιο εύκολο για ΕΣΕΝΑ, πολίτη της πενταροδεκάρας, να συγχωρέσεις τον εαυτό σου για τις δικές σου ζωώδεις πράξεις. Είναι σαφώς πιο εύκολο να πεις «κι εγώ το ίδιο θα έκανα για να προστατέψω την περιουσία μου ή την οικογένειά μου».
Δεν σκέφτεσαι καν τι σημαίνει αυτό. Σημαίνει ότι το μόνο που βρίσκεται ανάμεσα σε εσένα τώρα και σε εσένα δολοφόνο, είναι η τύχη. Το ότι δεν έτυχε κάποιος να μπει στο μαγαζί σου ή στο σπίτι σου και να τον πιάσεις. Αναρωτιέμαι αν κατά βάθος όντως καυλώνεις με αυτή τη σκέψη. Και αν, τελικά, πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι φτιαγμένοι από άλλη ύλη – και πώς θα συνυπάρξουμε. Τα συζητάμε λοιπόν, στις καφετέριες και στο τηλέφωνο, εξαπολύοντας ηθικολογικά τερατουργήματα. «Εφόσον μπήκε να κλέψει, έπρεπε να είναι έτοιμος και για τις συνέπειες». Αυτό το μίασμα, το κλεφτρόνι, έπρεπε να είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει τα θρυμματισμένα γυαλιά που εκσφενδονίζονταν στο πρόσωπό του, έπρεπε να δει τις σόλες από τα παπούτσια ενός καλού συζύγου μέχρι να τις αποστηθίσει, έπρεπε να πεθάνει στα χέρια ένστολων που πάσχιζαν να τον ακινητοποιήσουν. Αυτές ήταν οι λογικές και ηθικές συνέπειες της πράξης του. Βέβαια, ο νόμος πρόσφατα αποφάσισε ότι για κλοπή κοσμημάτων μέσα από σπίτι η ποινή είναι 4-5 χρόνια φυλάκιση.
Σε αυτήν την ιστορία, οι συνέπειες του εκάστοτε εγκλήματος και το έγκλημα απλά δε συνάδουν – αν θέλετε να μιλήσουμε για Θεία Δίκη. Ο ένας μπήκε τάχα να σουφρώσει κάτι και βρήκε έναν ακραίο, βίαιο και συνταρακτικό θάνατο. Ο άλλος κλώτσησε με μίσος ένα συνάνθρωπό του, πετώντας του γυαλιά στη μούρη και η συνέπειά του είναι η (κατά το ήμισυ) κοινωνική κατακραυγή, τράβηγμα στις αστυνομίες και τα δικαστήρια, μερικά χιλιάρικα για δικαστικά έξοδα και η αγωνία της δικαστικής απόφασης. Είναι μικρή αυτή η τιμωρία για αυτόν τον κύριο. Γιατί ο κύριος δεν είναι υπεύθυνος μόνο για το θάνατο του Ζακ.
Ο κύριος είναι υπεύθυνος για ένα ακόμη βαρύ έγκλημα. Το έγκλημα του ότι είναι αυτός που είναι. Αυτός ο άνθρωπος κατέφυγε στη δολοφονία, αντέδρασε στην απειλή με τερατόμορφη οργή, ενώ θα του ήταν χίλιες φορές πιο εύκολο να πάρει το 100. Αυτός ο άνθρωπος, με το αίμα του να βράζει και το κεφάλι του να έχει κουρκουτιάνει, πήρε την ευθύνη στα χέρια του και τιμώρησε μόνος του πριν καταφύγει στις αρμόδιες αρχές. Αυτός είναι ο άνθρωπος που έχει χάσει πάσα εμπιστοσύνη στους κρατικούς μηχανισμούς, που νιώθει ότι βρίσκεται σε θέση να κρίνει ο ίδιος ποια θα είναι η τιμωρία, γιατί αυτός ξέρει καλύτερα, που αμφισβητεί την ανθρώπινη ζωή απλά για να προστατέψει ό,τι είναι δικό του.
Γιατί, άνθρωπέ μου, ζεις με τόση οργή μέσα σου όλα αυτά τα χρόνια; Γιατί απλά δεν έκανες κάτι; Μέρα με τη μέρα θυμώνουμε με τη ζωή όλο και περισσότερο. Η εκμετάλλευση, η ανέχεια, η διαφθορά, ή έλλειψη πρόνοιας, η αδικία, μας κάνουν όλο και πιο μίζερους. Και αντί να διοχετεύουμε το θυμό και την αγανάκτησή μας εκεί που πραγματικά αξίζει, εκσπερματώνουμε το μίσος μας στο συνάνθρωπό μας – που, στο κάτω κάτω, βιώνει παρόμοιους αγώνες με εμάς. Αναρωτιέμαι πόσο διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη αυτής της συνάντησης του Ζακ και του κυρίου αν και οι δύο γνωρίζανε ότι ο εχθρός είναι ένας και είναι κοινός. Προσωπικά δε θέλησα να μεθύσω βλέποντας το βίντεο της επίθεσης. Θέλησα να κλάψω, να συζητήσω, να καταλήξω. Όταν όμως είδα ένα βίντεο με το Ζακ να μιλάει για την ομορφιά του να ζεις αυθεντικά, θέλησα να βάλω ένα ουισκάκι. Για να αντέξω τη δική μου μικρότητα και τη μικρότητα αυτού του κόσμου. Γιατί όπου κι αν τασσόμαστε σαν παρατηρητές, τελικά, είμαστε το ίδιο μικροί και άπραγοι. Στην υγειά σου, λοιπόν, Ζακ, κι ας έγινες άλλο ένα σύμβολο που μας θυμίζει ποιοι θα μπορούσαμε να είμαστε. Στην υγειά σου, μέχρι να σε ξεχάσουμε πάλι.