Το μούδιασμα της ελληνικής κοινωνίας, η οποία κλήθηκε εντός πενθημέρου να… επιλέξει στρατόπεδο, υπό το βάρος ενός (δημιουργικά;) ασαφούς και αόριστου διλήμματος, διαδέχεται η αγωνία για την έκβαση των διεξαγόμενων διαπραγματεύσεων.
Δεν έπρεπε να περάσουν παρά λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος της Κυριακής, για να αποδειχθεί ότι τα τσάμικα, οι εθνεγερσίες, οι μπάντες και οι θούριοι ήταν ένα σύντομο, όσο και κακόγουστο πρέπει να πω, διάλειμμα από το καθημερινό ραντεβού της Κυβέρνησης με την πραγματικότητα. Τη Δευτέρα το πρωί ο ήλιος εμφανίστηκε δειλά πίσω από τον Υμηττό, χάραξε μία υπέροχη μέρα, οι Αθηναίοι πήγαν στις δουλειές τους (όσοι είχαμε τέτοιες), στα ΑΤΜ εκτυλίσσονταν σκηνές σπανίου κάλλους, την ίδια στιγμή που, παρά τα κλαρίνα της προηγούμενης νύχτας, οι αγορές δεν έδειχναν καμία διάθεση για χορό. Ο ελληνικός λαός έζησε έναν fast track εθνικό διχασμό, χωρίς αντίκρισμα, χωρίς νόημα και ουσιαστική πολιτική αντιστοίχιση. Το δημοψήφισμα δεν ήταν παρά η έντεχνη μεθόδευση της κατοχύρωσης της πολιτικής ηγεμονίας του Πρωθυπουργού, ώστε να εξασφαλίσει μελλοντικές ασυλίες στις επερχόμενες εσωκομματικές διαμάχες. Τίποτα παραπάνω. Κατά ρητή, εξάλλου, ομολογία του νέου Υπουργού Οικονομικών. Το πιθανότερο δε σενάριο, τουλάχιστον τη στιγμή που γράφονται αυτές οι λέξεις, είναι η σύναψη μιας χρηματοδοτικής συμφωνίας με όρους επαχθέστερους από αυτούς που το εκλογικό σώμα «δεν ενέκρινε» με το «Όχι» του. Για να μην πιάσει κανείς το περίφημο mail Χαρδούβελη, που έδινε «γη και ύδωρ» στην Τρόικα, σύμφωνα με τις τότε αναφορές των τότε αντιπολιτευομένων.
Όσο ξεδιπλώνονται οι εξελίξεις, ωστόσο, γίνεται όλο και σαφέστερο ότι το διακύβευμα δεν είναι (μόνον) η δημοσιονομική ένταση ή το κοινωνικό κόστος των μέτρων που θα συγκροτήσουν τη νέα συμφωνία. Παρά το εμφατικό ποσοστό του 62%, το οποίο προφανώς είχε τον χαρακτήρα απόρριψης των «μνημονιακών» πολιτικών, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ιστορικό βάρος των αποφάσεων που θα ληφθούν τις επόμενες ημέρες υπερβαίνει κατά πολύ το «εδώ» και το «τώρα». Ξεπερνάει τις «διεκδικήσεις» και τα «αιτήματα», για να επιβεβαιώσει (ή ακυρώσει) «εθνικούς στόχους» και «οράματα» δεκαετιών.
Παράλληλα, το ούτως ή άλλως νοσηρό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον της χώρας επιμολύνεται από παραγγελίες προκαταρκτικών εξετάσεων προς διερεύνηση «εσχάτης προδοσίας» σε βάρος πολιτικών προσώπων, τυχόν «νόθευσης εκλογικού αποτελέσματος» από συγκεκριμένα, αντικυβερνητικού προσανατολισμού ΜΜΕ, καθώς και πειθαρχικές διώξεις κατά δημοσιογράφων λόγω «επιχείρησης τρομοκράτησης των πολιτών». Σημειώνεται, διευκρινιστικά, ότι σε αυτούς δεν περιλαμβάνεται ευγενής κύριος, συνεπής μαρξιστής, ο οποίος δημοσίως αποκάλεσε το 40% των Ελλήνων «σκυλιά» και «γερμανοτσολιάδες», το βράδυ του δημοψηφίσματος.
Όλα τα παραπάνω μας υπενθυμίζουν, τελικά, γιατί χρειαζόμαστε ακόμα περισσότερη Ευρώπη. Όχι επειδή αποτελεί νομισματικό μονόδρομο ή γεωπολιτικό πεπρωμένο του ελληνισμού. Αλλά επειδή, ακόμη κι αν αυτό έχει μεταπέσει στη συνείδησή μας στο επίπεδο του αυτονόητου, στην Ευρώπη αισθάνεται κανείς τη βεβαιότητα ότι, ακόμη και αν αποτολμηθεί το αντίθετο, κανείς δεν θα αποκλεισθεί, τιμωρηθεί ή φυλακισθεί, λόγω των «πιστεύω» του. Πείτε το στους Ρώσους ακτιβιστές. Στους Άραβες. Ή στους Κινέζους αντιφρονούντες. Όλα τα παραπάνω υπογραμμίζουν ότι η υποβολή -επιτέλους- ενός σοβαρού και αξιόπιστου σχεδίου από τον Αλέξη Τσίπρα προς τους Ευρωπαίους εταίρους μας, αποτελεί την ελάχιστη υποχρέωσή του απέναντι στην Ιστορία.
Βέβαια, ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ το 1968 έλεγε πως «αυτός που αποκτά σχέδιο, παύει να είναι επαναστάτης». Στενάχωρη, αντιλαμβάνομαι, προοπτική για όσους από τις «συνιστώσες» ενθουσιάζονται με τα λόγια συμπαράστασης του Προέδρου Μαδούρο, ή τις συγχαρητήριες επιστολές του Φιντέλ. Μόνο που έχουμε 2015 και ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ (ο «κόκκινος Ντάνι» του Μάη του ’68), την προηγούμενη Κυριακή, στήριξε το «Ναι»…
*Ο Νίκος Βιτώρος είναι Δικηγόρος Αθηνών