Στις 14 Μαρτίου 2020 είχαμε το lockdown νούμερο ένα. Πρωτόγνωρες καταστάσεις, φόβος, μάσκες, γάντια, αποστάσεις, σωστή τήρηση των μέτρων σε γενικές γραμμές. Οι άνθρωποι έχοντας πολύ ελεύθερο χρόνο, το «έριξαν» στο διάβασμα, στις δουλειές του σπιτιού και στο Netflix. Οι οικογένειες ήρθαν πιο κοντά ή πιο μακριά (ανά περίπτωση) καθώς οι ώρες ταυτόχρονης παραμονής στο σπίτι ήταν πολλές, σε κάποιες περιπτώσεις και μη διαχειρίσιμες. Μετά από δύο μήνες, αρχίσαμε σιγά-σιγά να βγαίνουμε έξω, να επιστρέφουμε στις δουλειές μας και γενικότερα στην κανονικότητα μας. Μερικοί βέβαια από εμάς, πίστεψαν ότι ο κίνδυνος πέρασε. Ας φώναζαν οι ειδικοί στις τηλεοράσεις και στα ραδιόφωνα.
Ο Έλληνας είχε κουραστεί. Έτσι άρχισε η σταδιακή χαλάρωση που με τη σειρά της οδήγησε τους καλοκαιρινούς μήνες στην πλήρη χαλάρωση και στην αίσθηση ότι «ελευθερωθήκαμε». Το καλοκαίρι ως μια εποχή αισιοδοξίας, συνετέλεσε στο να κάνουμε θετικές σκέψεις και να λειτουργούμε με μεγαλύτερη άνεση. Ανοίξαμε και τα σύνορα, γιατί ως τουριστική χώρα δεν μπορούσαμε να στηριχτούμε στον εγχώριο μόνο τουρισμό (έστω και για μια χρονιά), αλλά χρειαζόμασταν την βοήθεια των ξένων.
Μετά το άνοιγμα των συνόρων τα κρούσματα άρχισαν να ανεβαίνουν. Ενώ μέχρι τα μέσα Ιουλίου αποτελούσαμε χώρα-πρότυπο στην διαχείριση του κορονοιού, αρχίσαμε να ξεφεύγουμε. Αυτό βέβαια διόλου πτόησε τους ιθύνοντες, που συνέχισαν να καμαρώνουν για το πόσο καλά χειριζόμαστε την όλη κατάσταση. Έπειτα ήρθε ο Σεπτέμβρης, με το άνοιγμα των σχολείων και ενώ τα κρούσματα άρχιζαν να ανεβαίνουν, εμείς συνεχίσαμε στο ίδιο μοτίβο, αυτό της χαλάρωσης. Τα σχολεία άνοιξαν βέβαια με μάσκες, αλλά ουσιαστικά αυτό έγινε προληπτικά. Τα κρούσματα συνεχίστηκαν και αυξήθηκαν σημαντικά και τότε είχαμε τη σταδιακή επιβολή της χρήσης της μάσκας σε κλειστούς και ανοιχτούς χώρους αλλά και την απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 12 το βράδυ και μέχρι τις 5 το πρωί. Παράλληλα τα κρυφά πάρτι συνεχίζονταν αλλά και οι συγκεντρώσεις σε πλατείες. Όταν φτάσαμε στα 2.500 χιλιάδες κρούσματα ήρθε το αναγκαστικό πια δεύτερο lockdown.. Για να σώσουμε ότι απέμεινε.
Η κατάσταση τις τελευταίες δύο εβδομάδες έχει ξεφύγει και πλέον μιλάμε για 41 νεκρούς σε ένα εικοσιτετράωρο. Το θέμα είναι γιατί έπρεπε να φτάσουμε ως εδώ για να γίνει το αναπόφευκτο, το κλείσιμο δηλαδή της χώρας; Οι ειδικοί προειδοποιούσαν καιρό τώρα ότι τα κρούσματα θα ανέβουν επικίνδυνα, το ίδιο και οι νεκροί. Θα μπορούσε να έχει γίνει ένα μίνι lockdown δεκαπέντε ημερών, το οποίο και την κατάσταση θα προλάβαιν πριν ξεφύγει, και δεν θα ήταν τόσο επιζήμιο για την οικονομία. Οι αισιόδοξες προβλέψεις τώρα, μιλούν για παράταση του lockdown για σχεδόν ένα μήνα, μέχρι τις γιορτές, ενώ οι απαισιόδοξες μιλούν για τρεις μήνες. Καταλαβαίνει κανείς ότι αν μείνει η χώρα κλειστή τρεις μήνες οι συνέπειες στην οικονομία θα είναι τραγικές.
Η απορία που γεννάται στον μέσο έλληνα είναι γιατί σε αυτή την χώρα πρέπει μονίμως να θεραπεύουμε αντί να προλαμβάνουμε, που είναι το πιο σωστό. Όλα γίνονται τελευταία στιγμή και η κοινή γνώμη θεωρεί ότι κάποιος δεν μας λέει όλη την αλήθεια. Οι ευθύνες είναι πολλές και πρέπει κάποια στιγμή να αποδοθούν στους αρμόδιους καθώς έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινες ζωές και όχι με νούμερα. Σε τελική ανάλυση, να αναλογιστούμε τι είναι πιο σημαντικό η ελληνική οικονομία ή οι ζωές που χάνονται καθημερινά; Γιατί πρέπει να φτάνουμε πάντα στο σημείο μηδέν για να πάρουμε αυστηρά μέτρα και δεν διαχειριζόμαστε την κατάσταση πιο σοβαρά από τα πρώτα επικίνδυνα σημάδια. Είναι ένα ερώτημα που κάποια στιγμή πρέπει να απαντηθεί σε αυτήν εδώ τη χώρα, για το καλό όλων μας!