Αναγνώστες

Ποιοι είναι τελικά οι τρομοκράτες;

Τον κίνδυνο τον οποίο διατρέχει ολόκληρη η ανθρωπότητα επιβεβαιώνει η επικαιρότητα για ακόμη μία φορά. Οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις τζιχαντιστών στις γερμανικές πόλεις Βίρτσμπουργκ και Άνσμπαχ αποτελούν ζωντανή απόδειξη της προδιάθεσης των εξστρεμιστών να εξαπλωθούν και να πλήξουν ανεπανόρθωτα το ευρωπαϊκό πνεύμα. Η απειλή αυτή καθιστά επιτακτική την ανάγκη προφύλαξης των ευρωπαίων πολιτών, όχι όμως […]
Tο δικό σας Protagon

Τον κίνδυνο τον οποίο διατρέχει ολόκληρη η ανθρωπότητα επιβεβαιώνει η επικαιρότητα για ακόμη μία φορά. Οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις τζιχαντιστών στις γερμανικές πόλεις Βίρτσμπουργκ και Άνσμπαχ αποτελούν ζωντανή απόδειξη της προδιάθεσης των εξστρεμιστών να εξαπλωθούν και να πλήξουν ανεπανόρθωτα το ευρωπαϊκό πνεύμα.

Η απειλή αυτή καθιστά επιτακτική την ανάγκη προφύλαξης των ευρωπαίων πολιτών, όχι όμως περιθωριοποίησής και εκφοβισμού τους. Στην πραγματικότητα, η ένοπλη αντεπίθεση ή ακόμα και απόπειρα περιχαράκωσης μέσω της ανέγερσης τειχών συνιστούν αντιδράσεις οι οποίες πηγάζουν από τα κατώτερα ένστικτα της εκδίκησης και της επιβολής. Τα τείχη αυτά δεν αποβλέπουν αποκλειστικά στην αποτροπή εισροής μεταναστών στην ενδοχώρα, αλλά η ίδια η ύπαρξή τους υποδηλώνει μια αποστροφή, μια διστακτικότητα και καχυποψία έναντι κάθε πολιτισμικού στοιχείου, που φαντάζει ανοίκειο. Το παράδειγμα της Ουγγαρίας, που επέλεξε την απομόνωση, αλλά και της Γαλλίας που σε συνεργασία με τις Η.Π.Α ανταπέδωσε την αιματοχυσία στο Charlie Ebdo βομβαρδίζοντας την πόλη Ράκκα της Συρίας αναμφίβολα συνέδραμαν στην εξακολούθηση παρά στην διακοπή αυτού του φαύλου κύκλου «δράσης-αντίδρασης».

Δυστυχώς η ρήση «η επανάληψη μήτηρ μαθήσεως» δεν επαληθεύεται όσο ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας. Μία αναδρομή στην επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου μας επιτρέπει να εντοπίσουμε αρκετές ομοιότητες με το σήμερα. Ενδεδειγμένη υπήρξε η απόφαση του Τζορτζ Μπους να αναζωπυρώσει τον πόλεμο εναντίον του Ισλαμ , τον οποίο είχε προκηρύξει ο Ρόναλντ Ρέιγκαν. Ακολούθως, ο Μπους διέταξε την εισβολή των Αμερικανών και των συμμάχων τους στο Αφγανιστάν για να ανατρέψουν τους Ταλιμπάν υποστηρικτές της Αλ Κάιντα και να εξολοθρεύσουν τον αρχηγό της, Οσάμα μπιν Λάντεν. Στο στόχαστρο του Προέδρου τέθηκε ενάμιση χρόνο αργότερα η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν με τη δικαιολογία πως διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής.

Η πολιτική αυτή δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί μυωπική έως και επιπόλαιη, γεγονός που αντελήφθη ο ίδιος ο αμερικανικός λαός που εξέφρασε σύντομα την οργή του για τους χιλιάδες αμερικανούς στρατιώτες που θυσιάστηκαν στον βωμό ενός ατέρμονος κυνισμού. Επρόκειτο για μία «σύγκρουση των πολιτισμών» έτσι ακριβώς όπως αυτή είχε διατυπωθεί από τον Σάμιουελ Χάντινγκτον (1927-2008, αμερικανός πολιτικός επιστήμων). Ωστόσο η αρχική συγκίνηση της παγκόσμιας κοινότητας για το πλήγμα που υπέστησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες μετατράπηκε σε κοινωνική κατακραυγή που στιγμάτισε τη χώρα.

Η ίδια αυτή πολιτική δεν έπαυσε, μολονότι απέτυχε παταγωδώς, δεδομένης της ενίσχυσης και όχι της εξουδετέρωσης του Οσάμα μπιν Λάντεν από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. Αντιθέτως, εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς από πλήθος ευρωπαϊκών χωρών, μερικές εκ των οποίων είχαν ένοπλα στηρίξει το εγχείρημα των Αμερικανών το 2001. Αντίστοιχα, το Ισλαμικό Κράτος τρέφεται από τις αυταρχικές μεθόδους αποδυνάμωσής του που εφαρμόζει η γηραιά Ήπειρος. Σε αντίθεση βέβαια με τη Γαλλία και την Ουγγαρία που εξαρχής εξετέθησαν αποκαλύπτοντας τα πραγματικά τους προσωπεία, η καγκελάριος Μέρκελ επέλεξε μια πιο διπλωματική στάση για την οποία έλαβε τα εύσημα. Λαμβάνοντας όμως υπόψη τον αξιοσημείωτο αριθμό μεταναστών που δέχτηκε η Γερμανία έπειτα από την έξαρση των προσφυγικών εισροών στην Ευρώπη, πώς δικαιολογούνται τα προαναφερθέντα αιματηρά χτυπήματα, που κλόνισαν την ασφάλεια των πολιτών;

Μία πρώτη προσέγγιση του ερωτήματος οδηγεί στο συμπέρασμα πως είναι πράγματι ουτοπικό να αναζητά κανείς λογική σε έναν παραλογισμό που αποκαλείται φανατισμός και συγκεκριμένα φονταμεταλισμός. Το μικρόβιο του δογματισμού αποκόπτει τον ίδιο τον άνθρωπο οριστικά από έννοιες όπως ο εξευγενισμός, η πολυπολιτισμικότητα, η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εγκλωβίζει ανεπιστρεπτί τον ανθρώπινο νου στα μονοπάτια του σκοταδισμού. Παρόλα αυτά, δεν είναι αξιωματική η αντίληψη πως ο ίδιος ο δυτικός κόσμος έχει απαραιτήτως γαλουχηθεί με τις προαναφερθείσες αρχές, τις οποίες και παρήγαγε. Υπό αυτό το πρίσμα διερωτάται κανείς κατά πόσο η πολιτική της Καγκελαρίου υπήρξε μία απόπειρα προσέγγισης του ισλαμικού κόσμου και παροχής ουσιαστικής βοήθειας, ιδιαίτερα καθόσον διανύουμε μια ταραχώδη περίοδο. Ήταν όντως η στάση αυτή υποκινούμενη από αγαθές προθέσεις ή απλώς επρόκειτο για μια κατ’ επίφαση καλοσύνη, ούτως ώστε να εφαρμοστεί η τακτική «γκασταρμπάιντερ», όπως ακριβώς είχε συμβεί με τους Έλληνες μετανάστες της μεταπολεμικής περιόδου;

Ανάλογων διαστάσεων είναι και η οδυνηρή φυγή των σύρων προσφύγων, ένα μέρος των οποίων είναι ευπρόσδεκτο στη Γερμανία προκειμένου να ενισχύσει το εργατικό δυναμικό και να τονώσει τη γερμανική οικονομία. Μολονότι η εκμετάλλευση αυτή φορά έναν μανδύα ευγένειας και ανθρωπιάς, είναι εμφανής μια μορφή υποτέλειας, που αν και δεν υλοποιείται δια μέσου των όπλων δεν παύει να προσομοιάζει με μια μορφή επιβολής ισχύος. Η χειριστική αυτή συμπεριφορά σε συνδυασμό με την ιδεοληψία των εξτρεμιστών οδηγούν τους τελευταίους σε ακρότητες, ο τερματισμός των οποίων προοιωνίζεται πως δεν θα είναι τα περιστατικά των Βίρτσμπουργκ και Άνσμπαχ .

*Η Μαρία Ελένη Γκογκίδη είναι πρωτοετής φοιτήτρια.