Είναι από τις πεποιθήσεις που δεν αμφισβητείς ποτέ, γιατί σου έχουν πιπιλίσει τόσο πολύ το μυαλό, που θα ήταν αδιανόητο να ήταν λανθασμένες: ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος ήταν χρυσός. Είχε γέλιο, είχε ηθικά μηνύματα, και πάνω απ' όλα, απαθανατίζει τις “αγνές εποχές”.
Ας μιλήσουμε για τις αγνές εποχές, λοιπόν, αυτές που τόσο νοσταλγεί ο θεατής των παλιών ταινιών. Ήταν οι εποχές που οι ταινίες δεν περιείχαν γυμνό. Και το γυμνό είναι πρόστυχο, χυδαίο, σκοτώνει την αθωότητα. Πόσο τυχερές οι παλιές γενιές, που καμία επαφή δεν είχαν με δαύτο! Θα έλεγε κανείς ότι ίσως να φταίει που το γυμνό ήταν ποινικοποιημένο επί χούντας, και η απουσία του από τις ταινίες να μην είχε να κάνει με ηθική αλλά με τρομοκρατία – αλλά τι μας νοιάζουν αυτά;
Αντί για γυμνό, οι ταινίες αυτές είχαν μηνύματα αξιοπρέπειας, μηνύματα αγνότητας. Αγνότητας, γένους θηλυκού. Αγνότητας, γένους κακοποιημένου. Η γυναίκα που παντρεύτηκε θα συνεχίσει το σχολείο μόνο αν το επιτρέψει ο άνδρας της. Η χήρα γυναίκα είναι πρόστυχη αν βγει ραντεβού. Η ανύπαντρη σαραντάρα είναι η ντροπή της οικογένειας. Η κοπέλα που έχασε την παρθενιά της είναι πια ένα ληγμένο γιαούρτι, ένα χαλασμένο κομμάτι κρέας που ντροπιάζει τον πατέρα, τον φαλλό και πυρήνα της ζωής της.
Αυτή η γυναίκα είναι πάντα εκεί, στον αγνό κινηματογράφο, προσφέροντας απλόχερα τον εξευτελισμό της για τη διασκέδαση του κοινού. Ο άντρας, ο αφέντης, εξυμνείται στον θεατή ως ένα πρόσωπο καλοκάγαθο, παρότι μπορεί να απατά (στο τέλος πάντα τα βρίσκει με τη σύζυγο που τον συγχωρεί γιατί “άντρας είναι”), παρότι μπορεί να ρίξει και κανένα χαστούκι (μα δεν είναι αστείο να βλέπουμε ξύλο στο σινεμά; Δεν είναι;), παρότι μπορεί να απειλεί την κόρη με… δίκανο όποτε εκείνη βγαίνει ραντεβού. (Τι εννοείς βρε Θόδωρε ότι είναι αυτό κακοποίηση; Αστείο είναι, μην είσαι ξενέρωτος, για να γελάσουμε έγινε η ταινία)…
“Μα ήταν οι παραδόσεις τέτοιες”, είναι το επιχείρημα που ακούω συχνά. Και πράγματι, ήταν. Και οι ταινίες αυτές προσφέρουν πλούτο γνώσεων της παλαιάς δομής της κοινωνίας. Ναι, τις έχω δει σχεδόν όλες. Ναι, σαν παιδί γελούσα πολύ με αυτές. Σαν παιδί ξέρεις με τι άλλο γελούσα; Με τους χοντρούς. Τους γκέι. Τις φάπες. Τις κοπέλες που φιλούσαν τα αγόρια τους δημόσια. Και ήρθε η μέρα που είδα με τι γελάω: με εμένα. Με συνανθρώπους μου. Με την πατριαρχία. Με τα μηνύματα που μέσα από το φίλτρο της χούντας έφταναν στο κοινό. Με μια κοινωνία που μισεί το φύλο μου και που θέλει να με μάθει να το μισώ κι εγώ.
“Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο”. Γνωμικό που επευφημεί την παιδική κακοποίηση και τίτλος ταινίας που την παρουσιάζει ωμά και κωμικά. Ξύλο. Από άντρες σε γυναίκες. Από άντρες που καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας αλληλοσυγχαίρονται για το ξύλο που ρίχνουν σε ανήλικα κορίτσια. Έχω γελάσει με αυτή την ταινία. Έτσι μου το έμαθαν κάποτε. Κάποιοι, έτσι το ξέρουν ακόμα.
Οι παραδόσεις δεν αποτελούν παρά ένα κόλλημα του δείκτη καθώς προχωρά στην επιφάνεια του ρολογιού – κάπου σκαλώνει και χτυπά στο ίδιο δεύτερο ξανά και ξανά. Πρέπει να ξεκουνηθεί αυτός ο δείκτης. Πρέπει να συνεχίσει να κυλά ο χρόνος, μακριά από το παρελθόν, μακριά από τις παραδόσεις, πολύ μακριά.
Κάπου, ένα μικρό κορίτσι, θα δει με την άκρη του ματιού του στην τηλεόραση έναν άντρα να χαστουκίζει μια γυναίκα. Θα ακούσει τους γονείς του να γελάνε. Θα γελάσει κι εκείνο.
Χρόνια αργότερα, όταν το αληθινό χαστούκι έρθει, θα είναι αστείο;