Πάντα με εντυπωσίαζε ως φοιτητή ότι στα βιβλία με τις τεχνικές λήψεις αποφάσεων και επίλυσης προβλημάτων, πρώτο πρώτο βήμα ήταν η «διάγνωση και ο καθορισμός του προβλήματος». Αναρωτιόμουνα πως είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεις ένα πρόβλημα και μην το κατανοείς. Μετά από χρόνια και μιλώντας με γνωστούς και φίλους, παρακολουθώντας την καθημερινότητα, συνειδητοποιείς ότι στη χώρα μας η «διάγνωση και καθορισμός του προβλήματος» είναι ένα τρομερά δύσκολο εγχείρημα και δημιουργεί πολλά παράδοξα.
Αν γίνει μια δημοσκόπηση στην Ελλάδα για το αν πρέπει να υπάρχουν κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο περισσότερος κόσμος ανέμελα θα συμφωνήσει ότι το σωστό είναι να μην υπάρχουν κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες -τουλάχιστον όχι ακραίες – και σκοπός της πολιτείας πρέπει να είναι η εφαρμογή πολιτικών που τις αμβλύνουν. Τα πολιτικά κόμματα επίσης συμφωνούν (τουλάχιστον στα σχέδια) ότι η πολιτεία πρέπει να λαμβάνει σχετικές πρωτοβουλίες ενίσχυσης των ασθενέστερων με σκοπό την άρση των ανισοτήτων.
Επίσης, αν γίνει μια απλή κατηγοριοποίηση των ανθρώπων με βάση το πραγματικό τους εισόδημα (όχι το δηλωθέν) θα μπορούσαμε να τους κατατάξουμε σε 5 κατηγορίες: α) πολύ χαμηλά ή μηδενικά εισοδήματα, β)χαμηλά εισοδήματα, γ)μεσαία εισοδήματα, δ)υψηλά εισοδήματα, ε)πολύ υψηλά εισοδήματα.
Η μείωση των ανισοτήτων επέρχεται με την ενίσχυση των κατηγοριών α και β (πολύ χαμηλά ή μηδενικά εισοδήματα και χαμηλά εισοδήματα) με τη μεταφορά πόρων από τις υπόλοιπες ομάδες γ, δ και ε (μεσαία εισοδήματα, υψηλά εισοδήματα και πολύ υψηλά εισοδήματα). Οι παρεμβάσεις δεν πρέπει να αφορούν μόνο επιδοματικές πολιτικές προς τις φτωχότερες εισοδηματικά κατηγορίες αλλά και λοιπά μέτρα, όπως ενίσχυση της παιδείας, της επαγγελματικής κατάρτισης, της υγείας. που όμως και αυτά απαιτούν πόρους. Οπότε σύμφωνα με τα παραπάνω θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η πλειοψηφία των πολιτών στην χώρα μας αποδέχεται την μεταφορά πόρων προς τους ασθενέστερους με σκοπό την άρση των ανισοτήτων. Μέσα στην πλειοψηφία αυτή θα υπάρχουν και άτομα με εισοδήματα από μεσαία έως πολύ υψηλά.
Ένα βασικό και χρόνιο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή. Δεδομένου ότι κατηγοριοποιήσαμε τους πολίτες με βάση το πραγματικό εισόδημα και όχι το δηλωθέν, είναι προφανές ότι η φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή πλήττει τους φτωχότερους και διευρύνει τις ανισότητες καθώς δεν υπάρχουν οι αναγκαίοι οικονομικοί πόροι για την στήριξη τους.
Εδώ δημιουργείται και το εξής παράδοξο και υποκριτικό: ενώ ο περισσότεροι Έλληνες (θεωρώ) θα συμφωνούν ότι δεν είναι σωστό να υπάρχουν κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, ταυτόχρονα δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν τους φόρους που τους αναλογούν, μέρος των οποίων θα κατευθυνθεί από την πολιτεία για την άρση των ανισοτήτων. Αντιθέτως αυτοί που εμφανίζουν χαμηλά εισοδήματα (ενώ πραγματικά έχουν μεγαλύτερα) συχνά επωφελούνται οικονομικά από τα μέτρα στήριξης των ασθενέστερων καθώς εμφανίζονται να ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Με άλλα λόγια όχι μόνο δεν συμβάλουν με τους φόρους τους στην μείωση των ανισοτήτων (που καταδικάζουν) αλλά μεγεθύνουν το πρόβλημα, καθώς λυμαίνονται τα ποσά που κατευθύνονται για βοήθεια των ασθενέστερων. Οι πρακτικές αυτές επίσης γίνονται διαχρονικά αποδεκτές από την πολιτεία αφού συνεχίζει να χρησιμοποιεί ως βάση-κριτήριο για την ενίσχυση των ασθενέστερων τα δηλωθέντα εισοδήματα, σε μια χώρα που η φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή κατέχουν αρνητικά ρεκόρ στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θεωρείται χιουμοριστικά «εθνικό σπορ».
Δικαιολογίες για το φαινόμενο αυτό ακούς πολλές όμως αν και απαιτούμε να ζούμε σε μια καλύτερη χώρα, πάντα το προσωπικό συμφέρον υπερτερεί του γενικού.
* Ο Διονύσιος Ραυτόπουλος είναι Οικονομολόγος