Το άσυλο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του Universitas από την ίδρυση του. Στην Ελλάδα κατοχυρώθηκε συνταγματικά με τον πρώτο νόμο-πλαίσιο (Ν.1268) για τα πανεπιστήμια το 1982. Ως θεσμός στοχεύει στην εξυπηρέτηση τριών συνταγματικών σκοπών: «της ακαδημαϊκής ελευθερίας», «της ελεύθερης επιστημονικής αναζήτησης» και «της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών».
Η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας αντιλαμβάνεται το ακαδημαϊκό άσυλο ως την απαγόρευση εισόδου αστυνομικών δυνάμεων στον χώρο του πανεπιστημίου, αντίληψη που είναι βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση των Ελλήνων, καθώς η συνταγματική κατοχύρωσή του ήρθε ως απάντηση στην καταπάτηση κάθε είδους ακαδημαϊκής ελευθερίας μέσα στο πανεπιστήμιο από τη χούντα των συνταγματαρχών. Ωστόσο, στα μάτια των υποψιασμένων, το άσυλο καθιστά την ιδιότητα μέλους της πανεπιστημιακής κοινότητας, ως πρόνομιο, αφού η ανεμπόδιστη διακίνηση ιδεών και η ελεύθερη σκέψη δεν κατοχυρώνεται σε κανέναν άλλο χώρο.
Κρίνοντας από τα 30 και πλέον έτη εφαρμογής του ασύλου, εύλογα μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως δεν ανταποκρίθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό στην εξασφάλιση των συνταγματικών δικαιωμάτων για τα οποία θεσπίστηκε, αλλά και σε μερικές περιπτώσεις λειτούργησε αντίστροφα οδηγώντας σε περιορισμό απόψεων και ιδεών αλλά και «τιμωρία» των εκφραστών τους.
Πιο συγκεκριμένα, έχουν παρατηρηθεί κατ΄εξακολούθηση φαινόμενα καταπάτησης του ασύλου: εξω- και εσω-πανεπιστημιακές μειοψηφίες να αρνούνται την πρόσβαση στους χώρους του πανεπιστημίου σε μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, βιαιοπραγίες απέναντι σε ομιλητές αλλά και διακοπή επιστημονικών συναθροίσεων και σε ακραίες περιπτώσεις χρησιμοποίηση των πανεπιστημιακών χώρων ως ορμητήρια συγκρούσεων με τις αστυνομικές δυνάμεις.
Με λίγα λόγια, το άσυλο εμπόδισε την κρατική καταστολή, άλλα άνοιξε ορθάπλατα την πόρτα σε παραβατικές μειοψηφίες που με όπλο τους τη βία επιβάλλουν το δίκιο τους. Εύλογα αυξάνονται οι φωνές υπέρ της οριστικής κατάργησης του ασύλου, προτάσσοντας το επιχείρημα ότι η Δημοκρατία μας δεν αντιμετώπιζει κάποιο κίνδυνο πλέον και έχει εγκαθιδρύσει την κυριαρχία της.
Ποια όμως πρέπει να είναι η απάντηση της πανεπιστημιακής κοινότητας στην εκμετάλλευση του θεσμικού ρόλου του ασύλου με αυτόν τον τρόπο;
Πρώτον, η κατάργηση του ασύλου ως θεσμού δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση λύση αντιμετώπισης στις αποκλίνουσες συμπεριφορές που προκύπτουν από τη λανθασμένη χρησιμοποίησή του. Το μεταπολιτευτικό σύστημα αξιών μέσα στο πανεπιστήμιο νοσεί και επιτάσσει άμεσες άλλαγες με σεβασμό στην ιστορική και πολιτιστική μας κληρονομιά.
Δεύτερον, σε περίπτωση κατάργησης του ασύλου, όπου οι αστυνομικές δυνάμεις θα μπόρουν να εποπτεύουν και να παρεμβαίνουν αυτοβούλως μέσα στον χώρο του πανεπιστημίου, ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι θα μειώθουν τα κρούσματα βιαιοπραγιών και δεν θα παρεμποδιστεί η ελεύθερη διακίνηση ιδεών;
Τρίτον, η λύση ή οι λύσεις για το πλέον πολιτικό ζήτημα που απασχολεί τη μεγαλύτερη μερίδα των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, δεν μπορεί να δοθεί από κανέναν εξωτερικό παρατηρητή, αλλά μόνο από τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, όπως ορίζει το άρθρο 16 (παρ. 5) του Συντάγματος περί αυτοδιοικήτου των πανεπιστημιών.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό, ότι η διαχείριση του ασύλου, είναι ένα πολύ λεπτό ζήτημα χωρίς προφανείς λύσεις. Προσωπικά θεώρω ότι το πρώτο βήμα για ένα υγιές, δημόσιο και δημοκρατικό Πανεπιστήμιο είναι η ουσιαστική επαναφορά των φοιτητών στα όργανα συνδιοίκησης.
Οι φοιτήτες, όντας το πιο ζωτικό κομμάτι της κοινωνίας, σε όλη τη διάρκεια της παγκόσμιας ιστορίας, εντόπιζαν αδιέξοδα μέσα και έξω από το χώρο των πανεπιστημιών και διαμόρφωναν προτάσεις για την υπέρβαση αυτών.
Ίσως λοιπόν ένα πανεπιστήμιο ενωμένο και απελευθερωμένο, από εξωτερικές παρεμβάσεις, να μπορεί να βάλει πλάτη για άλλη μια φόρα στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, βρίσκοντας λύσεις όχι μόνο για το ζήτημα του άσυλου.
*Ο Ιωάννης Ξυπνητός είναι Προέδρος του Φοιτητικού Συλλόγου του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.