Το τελευταίο διάστημα ένα νέο διχαστικό δίλημμα πρωταγωνιστεί στην ελληνική καθημερινότητα. Ένα νέο δίλημμα το οποίο διαδέχτηκε ένα προηγούμενο-παλαιότερο και για να γίνουμε περισσότερο κατανοητοί το δίλημμα Μνημονιακός – Αντιμνημονιακός, έδωσε τη θέση του στο δίλημμα Νέο- Παλαιό και όπως είναι φυσικό με την εμφάνιση ενός διλήμματος έννοιες όπως αυτή της σύγχυσης και του διχασμού, εξαπλώνονται με τη μορφή επιδημίας και μολύνουν την καθημερινότητα μας. Πόσες φορές όμως δεν έχει τύχει κάτι παλιό να εμφανιστεί μπροστά μας σαν κάτι καινούργιο, πόσες στιγμές δεν έχει συμβεί να πιαστούμε στην νέα παγίδα του παλιού και πόσες προσπάθειες έχουνε γίνει -και συνεχίζουν να γίνονται- με μοναδικό σκοπό να πεισθούμε και να δούμε το παλιό ως κάτι άλλο ως κάτι διαφορετικό, σαν κάτι νέο;
Το ερώτημα όμως το οποίο ζητά εναγωνίως απάντηση είναι:
Ποιο πραγματικά είναι το «Νέο» και ποιο το «Παλαιό»;
Μέσα από την εννοιολογική προσέγγιση των λέξεων το «Νέο» συγγενεύει με το καινούργιο και λόγω εννοιολογικής συγγένειας κληρονομεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Το «Νέο» συνεπώς είναι αυτό που κατασκευάστηκε, δημιουργήθηκε ή αποκτήθηκε πρόσφατα, σε αντίθεση με το «Παλαιό» το οποίο είναι αυτό που ανάγεται στο παρελθόν ή πιο απλά αυτό το οποίο έχει τις ρίζες του στο χτες.
Έχοντας λοιπόν καταφέρει την ταυτοποίηση των παραπάνω εννοιών, έχουμε βρει το τόδε τι και με αυτό τον τρόπο έχουμε κερδίσει το κλειδί για το δωμάτιο της γνώσης. Γνώση η οποία συνδράμει στο διαχωρισμό και την διασαφήνιση των παραπάνω εννοιών και ως διαδικασία συμβάλλει στο να αποφευχθεί μια επικίνδυνη και παραπλανητική ταύτιση. Τέλος μέσω της αποφυγής της παραπλανητικής ταύτισης, μπορούμε πλέον ξεκάθαρα-με την προϋπόθεση ότι δεν ανήκουμε στην κατηγορία εκείνων που έχουν επιλέξει να μην ακούν και να μη βλέπουν- να εντοπίσουμε και να αντιμετωπίσουμε το «Νέο» ως «Νέο» και το «Παλαιό» ως «Παλαιό».