Πέμπτη πρωί. Παρέα δύο μεσηλίκων στο Π (στο καφέ όπου ξεκινώ την ημέρα μου). Καθώς η μεταξύ τους συζήτηση δυναμώνει αρκετά ώστε να αισθάνομαι σχεδόν μέρος της κουβέντας, ρωτάει ο ένας τον άλλο, αναφερόμενος στον χώρο εργασίας του (μεγάλος οργανισμός, δημόσιου χαρακτήρα): «Και πώς είναι τα πράγματα;». Η απάντηση, συνήθης, κοινότυπη: «Όπως η ελληνική κοινωνία».
«Όπως η ελληνική κοινωνία». Καμιά φορά νιώθω πως είναι επωδός της μοιρολατρίας. Δεν είμαστε εμείς, δεν είναι οι συνεργάτες ή οι φίλοι μας , είναι κάτι απρόσωπο που το βρήκαμε μπροστά μας. Και μόνιμα κρυμμένοι πίσω από αυτό, ηρωοποιούμε τους εαυτούς μας (εμείς, που είμαστε τόσο σπουδαίοι και παλεύουμε μέσα σε αυτή την κοινωνία) και «δικαιολογημένα» αδρανούμε (ε, και τι να κάνεις σε μια τέτοια κοινωνία).
Βέβαια, υπάρχει και η κοινοτυπία πως η κοινωνία είμαστε εμείς, από εμάς εξαρτάται. Περισσότερο μοιάζει με πρόφαση για εφησυχασμό και αδράνεια: τώρα που προσυπέγραψα αυτή τη διαπίστωση, δεν είμαι μέρος του προβλήματος και ως κάτι ξεχωριστό από τους (κακούς) «άλλους» που συνιστούν την «ελληνική κοινωνία» μπορώ να συνεχίσω να ζω, να λειτουργώ, να συμπεριφέρομαι όπως και πριν… εγώ δεν είμαι ένας από αυτούς, δεν είμαι αυτή η «ελληνική κοινωνία».
«Όπως η ελληνική κοινωνία» εννοώντας κάτι άσχημο, αρνητικό, κάτι από τον χειρότερό μας εαυτό: μετριότητα, ανοργανωσιά, καχυποψία, ένδεια. Εχετε παρατηρήσει πως όταν αναφερόμαστε στα άσχημα, είναι η «ελληνική κοινωνία», ενώ στα όμορφα είναι οι Έλληνες… Ισως γιατί θέλουμε να αποστασιοποιηθούμε από την ασχήμια ενώ θέλουμε να είμαστε συμμέτοχοι στην ομορφιά, χωρίς βέβαια τον κόπο που αυτή προϋποθέτει. Πόσες φορές αυτή η αθώα φράση λειτουργεί ως ψυχολογική μας κάλυψη για τη δική μας ολιγωρία και αδράνεια… Μία υπεκφυγή για τη μετριότητα, η οποία (πoτέ!) δεν αφορά τους ομιλούντες, αλλά είναι και οι ίδιοι όμηροι αυτής.