Ήταν καλοκαίρι του 2011 όταν έκανε την εμφάνισή του στην αθλητική επικαιρότητα της Θεσσαλονίκης, ως υποψήφιος αγοραστής του ποδοσφαιρικού ΠΑΟΚ. Ενας φυσιογνωμικά περίεργος τύπος, ονόματι Βασίλης Φλωρίδης, με χαρακτηριστικό στρόγγυλο καπέλο και συνολικό outfit που θύμιζε περισσότερο καρικατούρα πλούσιου «θείου εξ Αμερικής», από αυτούς που εμφανιζόταν στις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, για να βοηθήσει τον φτωχό πλην τίμιο πρωταγωνιστή να παντρευτεί την αγαπημένη του.
Μαζί του εμφανιζόταν και ο γνωστός Γ.Σαχπατζίδης, ο οποίος στη συνέχεια συνελήφθη έχοντας ανάμειξη σε διάφορα σκάνδαλα μεταξύ των οποίων και η υπόθεση Τσοχατζόπουλου. Ο Φλωρίδης παρουσιαζόταν από έγκριτα μέσα ενημέρωσης, αθλητικά και πολιτικά, ως ο αγοραστής του ποδοσφαιρικού ΠΑΟΚ. Η υπόθεση κράτησε περίπου έναν μήνα και έληξε άδοξα όταν είχε την τύχη και αυτός του επιχειρηματικού του συνδαιτημόνα Σαχπατζίδη.
Προηγήθηκαν και ακολούθησαν και άλλες ανάλογες περιπτώσεις υποψήφιων αγοραστών. Κάτι υποτιθέμενοι εφοπλιστές και παραπάνω από μία φορά κάτι άραβες επενδυτές που είχαν λιγότερη σχέση με την Αραβία από τον Κώστα Βουτσά όταν υποδύθηκε τον Αραβα σε μια άλλη ελληνική ταινία.
Εν ολίγοις, δεν υπάρχει άνθρωπος που ασχολείται στοιχειωδώς με τα ποδοσφαιρικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης ,πόσο μάλλον φίλαθλος του ΠΑΟΚ που να μη θυμάται τις περιπέτειες του συλλόγου με τους υποψήφιους αγοραστές που υποτίθεται πως θα αγόραζαν τον ΠΑΟΚ και θα τον έβγαζαν από το οικονομικό και διοικητικό τέλμα και θα του χάριζαν ένα ποδοσφαιρικό μέλλον αντάξιο της ιστορίας του.
Ήταν μάλιστα τέτοια η τριβή με αυτού του τύπου τις κομπίνες, που έγινε εύκολα αντιληπτός από τους Θεσσαλονικείς ο Βλάσσης Τσάκας, την ίδια στιγμή που παρουσιαζόταν ως αξιόπιστος συνομιλητής από όλες τις γνωστές αθλητικές εφημερίδες ως ο υποτιθέμενος εκπρόσωπος Αράβων οι οποίοι θα αγόραζαν τον Παναθηναϊκό. Αναμενόμενο ήταν συνεπώς να δημιουργηθεί σε κάθε φίλαθλο το απωθημένο για μια εύρωστη οικονομικά ομάδα που θα ανταγωνίζεται στα ίσα τις πλούσιες ομάδες των Αθηνών.
Όλα αυτά λαμβάνουν τέλος όταν εμφανίζεται, για δεύτερη φορά, ο Ιβάν Σαββίδης και τον Αύγουστο του 2012 αποκτά το πλειοψηφικό πακέτο της ΠΑΕ ΠΑΟΚ. Μαζί με τον Σαββίδη προκύπτουν και τα εύλογα ερωτήματα για το τι δουλειά μπορεί να έχει ένας επιφανής επιχειρηματίας με τα ποδοσφαιρικά δρώμενα μιας χώρας με, στην καλύτερη περίπτωση, αδιάφορο ποδοσφαιρικό προϊόν.
Τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται όταν ο Σαββίδης καλύπτει, με εμφατικό τρόπο, το πρωτογενές κεφάλαιο των χρεών της νέας ομάδας του. Μάλιστα ο Σαββίδης δεν σταματά εκεί. Κάνει δηλώσεις για ευρωπαϊκές διακρίσεις με τον ΠΑΟΚ, ενώ αναλαμβάνει τη διαχείριση του Μακεδονία Παλλάς και την καπνοβιομηχανία ΣΕΚΑΠ.
Το τοπίο σχετικά με τις επιδιώξεις Σαββίδη ξεκαθαρίζει ουσιαστικά με την κυβέρνηση Τσίπρα. Ο Σαββίδης μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα συμμετέχει στον μετέπειτα ακυρωμένο, διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, αποκτά τη ΣΟΥΡΩΤΗ, του διαγράφεται μέσω τροπολογίας το πρόστιμο της ΣΕΚΑΠ, αποκτά ποσοστό στο λιμάνι Θεσσαλονίκης, αποκτά με «περίεργο» τρόπο, ποσοστό στον τηλεοπτικό σταθμό ΜΕΓΚΑ, ενώ φημολογείται ότι δε θα αργήσει και ο ΔΟΛ.
Η κυβέρνηση αποκτά προνομιακό συνομιλητή έναν υποψήφιο μεγιστάνα του ελληνικού Τύπου. Και τα πλεονεκτήματα για τον Αλέξη Τσίπρα δεν σταματάνε εκεί, μετά και τους λανθασμένους επικοινωνιακά χειρισμούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ακολούθησαν οι υπερβολικές αναφορές σύσσωμου του αθηναϊκού αθλητικού Τύπου, για τη διαιτησία του δεύτερου ημιτελικού του ΠΑΟΚ με τον Παναθηναϊκό. Οι δηλώσεις του δηλωμένου φιλάθλου του Ολυμπιακού, Κ. Μητσοτάκη, για το «πέτσινο» γκολ του ΠΑΟΚ στον τελικό του κυπέλλου Ελλάδας, ο οποίος λογικά ως φίλαθλος του Ολυμπιακού είδε πρώτη φορά «πέτσινο» γκολ και έσπευσε να το αναφέρει. Οι αγωνιστικές αναφορές και οι απαράδεκτοι χαρακτηρισμοί του Ισίδωρου Κούβελου, συζύγου της Ντ. Μπακογιάννη για την ομάδα του ΠΑΟΚ. Όλα τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα να επαναπολιτικοποιηθεί κατά έναν τρόπο το κομμάτι της κοινωνίας που υποστηρίζει τον ΠΑΟΚ για όλους τους λάθος λόγους. Οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ βλέπουν πλέον στο πρόσωπο του Μητσοτάκη τον εκπρόσωπο του μισητού Ολυμπιακού και του αθηνοκεντρικού κράτους και εξ αντανακλάσεως, μέσω του Σαββίδη, βλέπουν τον Τσίπρα ως υπερασπιστή των συμφερόντων της ομάδας τους.
Ο κύριος που επιτέθηκε λεκτικά στον Κ. Μητσοτάκη, κατά την επίσκεψη του τελευταίου στη Θεσσαλονίκη πιθανότατα δεν είχε εξοργιστεί στον ίδιο βαθμό και δεν είχε εκδηλώσει τον θυμό του με τον ίδιο τρόπο, μετά το φιάσκο του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, την καταστροφική διαπραγμάτευση, τα capital controls.
Δυστυχώς μάλλον τίποτα από τα παραπάνω δεν είχε ενεργοποιήσει το θυμικό του περισσότερο από τα προσβλητικά, κατά την γνώμη του, σχόλια ανθρώπων της Νέας Δημοκρατίας για τον ΠΑΟΚ. Τίποτα δεν τον πολιτικοποίησε περισσότερο τον τελευταίο καιρό, έστω και αν εν αγνοία του, την ίδια στιγμή καθώς εκείνος εξεγείρεται για ποδοσφαιρικά ζητήματα, η κυβέρνηση Τσίπρα τον κεφαλαιοποιεί πολιτικά.
Τη χρονική στιγμή που η κυβέρνηση είχε χάσει και το τελευταίο της επιχείρημα που προέκυπτε από την ερώτηση «οι άλλοι καλύτεροι ήταν;» και βασιζόταν στην απλοϊκή σύγκριση κυρίως της εικόνας του πρωθυπουργού συγκριτικά με την εικόνα των των πολιτικών του αντιπάλων, ήρθε η υπόθεση Σαββίδη να ξαναφέρει το θέμα στην επιφάνεια. Η αλλαγή στη σκυτάλη της διαπλοκής δεν ενοχλεί τον ούτως ή άλλως απογοητευμένο από την πολιτική κατάσταση φίλαθλο του ΠΑΟΚ στην προοπτική κάποιων διακρίσεων για την αγαπημένη του ομάδα, ενώ παράλληλα δίνει την ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ να διεισδύσει ψηφοθηρικά σε ένα target group με το οποίο δεν θα υπήρχε δίαυλος, χωρίς τον Σαββίδη.
Για πρώτη φορά ίσως από το δημοψήφισμα, ένα κομμάτι κοινωνίας της Β. Ελλάδας συζητάει και ευαισθητοποιείται τόσο μαζικά για πάρει θέση αυτή τη φορά υπέρ του Σαββίδη, νομίζοντας ότι συμμετέχει σε έναν ποδοσφαιρικό διάλογο την ίδια στιγμή που η διάσταση του θέματος είναι αμιγώς πολιτική.
H σχέση ενός οπαδού με την ομάδα του είναι ιδιαίτερα παθιασμένη και ισχυρή. Ισως για τους φίλους του ΠΑΟΚ να είναι και κάτι παραπάνω. Αυτήν την αδιαπραγμάτευτη σχέση εκμεταλλεύεται η πολιτική συναλλαγή ΣΥΡΙΖΑ – Σαββίδη.
Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που κάθε φίλαθλος που σέβεται αυτήν την «ιερή» σχέση με την ομάδα του, οφείλει να «τιμωρεί» αυτόν που επιχειρεί να τον χρησιμοποιήσει εκβιάζοντας τον συναισθηματικά.