Έρευνα που πραγματοποίησε πέρσι το περιοδικό «Economist» κατέταξε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα τελευταίο σε σχέση με τα αντίστοιχα των 28 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ότι παραπαίει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι γνωστό. Πώς μπορούμε, όμως, να αναστρέψουμε αυτήν την κατάσταση; Ποιες είναι οι αμεσότερες και βαθύτερες ανάγκες του;
Γενικά ο κύριος προορισμός κάθε εκπαιδευτικού συστήματος είναι να διαμορφώνει «τη μαγιά για τη ζύμη του αύριο», τους αυριανούς πολίτες. Στα «καθ’ ημάς»… το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα σε μεγάλο βαθμό δεν εκπληρώνει αυτόν τον προορισμό. Οι λόγοι είναι αρκετοί. Ας ξεκινήσουμε από την αδυναμία του να ακονίσει την κριτική ικανότητα των μαθητών. «Το μυαλό δεν είναι δοχείο που πρέπει να γεμίσει αλλά φωτιά που πρέπει να ανάψει» λέει ο αρχαίος πεζογράφος Πλούταρχος. Πώς, εντούτοις, ανάβει αυτή η φωτιά; Πιθανόν με τη συστηματική διδασκαλία της Λογικής, που εξετάζει τους τρόπους συλλογισμού και την ορθότητα των συλλογισμών, αλλά και με την επιδίωξη της γόνιμης αμφισβήτησης. Οι μαθητές πρέπει να επεξεργάζονται και να αμφισβητούν τις πληροφορίες που δέχονται αλλά πολύ περισσότερο να συζητούν τις αμφιβολίες τους με τους συμμαθητές του και τον εκπαιδευτικό. Χρειάζεται, ακόμα, να συνειδητοποιήσουν τον παιδαγωγικό ρόλο των διδακτικών εργαλείων για να απαλλαγούν από το «φάσμα» της παπαγαλίας. Γι’ αυτό, ο εκπαιδευτικός καλό είναι να τους εξηγεί, λόγου χάρη, γιατί είναι απαραίτητη η ανάλυση ενός ιστορικού, φιλοσοφικού ή λογοτεχνικού κειμένου. Σίγουρα η ανάλυση δεν γίνεται απλώς και μόνο για να πετύχουν οι μαθητές στις εξετάσεις αλλά πάνω απ’ όλα για να ανακαλύψουν κρυμμένα διδάγματα, για να δουν τον τρόπο σκέψης και γραφής του συγγραφέα κι ίσως να εμπνευστούν. Ή καλό είναι να τους εξηγεί τα λάθη που κάνουν… αφού, βέβαια, έχει καταφέρει να τους απαλλάξει από τον φόβο του λάθους. Το λάθος πρέπει να ‘ναι πρόδρομος για το σωστό.
Το ελληνικό σχολείο έχει, ακόμα, μαθητές πολλών «ταχυτήτων» («πολύ καλοί», «μέτριοι» κι «αδύναμοι» μαθητές), με αποτέλεσμα να μην μπορεί ο εκπαιδευτικός να τους ωφελεί όλους εξίσου. Γι’ αυτό θα πρέπει να προωθηθεί η εξατομικευμένη εκπαίδευση. Βέβαια με τις σχολικές τάξεις να έχουν 25-30 μαθητές η «αποστολή» της είναι εξαιρετικά δύσκολη αλλά όχι ανέφικτη. Ο εκπαιδευτικός οφείλει να ενσκήψει στις δυσκολίες και τις παρανοήσεις των μαθητών και να εξηγεί σε κάθε μαθητή ξεχωριστά τι λάθος έκανε στις γραπτές δοκιμασίες, κι όχι απλώς να του λέει τι βαθμό πήρε. Το επίπεδο πάλι της διδασκαλίας καλό είναι να το κατεβάζει στις δυνατότητες του «μέτριου» μαθητή. Για τον «αδύναμο» ή τον «πολύ καλό» μαθητή θα μπορούσε να αφιερώσει κάποιες ώρες εντός αλλά ίσως κι εκτός σχολείου για μεγαλύτερη απλοποίηση της γνώσης ή παραπάνω σημειώσεις αντίστοιχα.
Μία ακόμα πληγή του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι και το ότι παρέχει εκπαίδευση αλλά όχι παιδεία. Η πολύμορφη, όμως, πραγματικότητα απαιτεί νέους με πολύπλευρη καλλιέργεια. Ο Σωκράτης, για παράδειγμα, διδάσκεται συχνά απλώς γιατί πρέπει να δοθεί στις εξετάσεις. Δεν διδάσκεται για να αντλήσουν οι μαθητές ένα πρότυπο ζωής, ένα υπόδειγμα μετριοφροσύνης («Ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα»), δικαιοσύνης (μολονότι οι Αθηναίοι τον καταδίκασαν άδικα σε θάνατο, δεν υπέκυψε στις πιέσεις των φίλων του να δραπετεύσει από τη φυλακή) και γενικά αρετών. Η τέχνη, επίσης, ή διδάσκεται αμυδρά ή απουσιάζει από το ελληνικό σχολείο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο χορός, το θέατρο κι η δημιουργική γραφή. Οι μαθητές, ακόμα, δεν κάνουν μαθήματα πρώτης ανάγκης ή δε συμμετέχουν σε δραστηριότητες, όπως οι δενδροφυτεύσεις, ο καθαρισμός ακτών, που τους ευαισθητοποιούν περιβαλλοντικά. Το ελληνικό σχολείο δεν έχει ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό. Δείχνει να στοχεύει στην παραγωγή ικανών εργατών να πληρώσουν τις θέσεις εργασίας του καπιταλιστικού μας συστήματος.
Αν, παρ’ όλ’ αυτά, ονειρευόμαστε ένα ποιοτικότερο εκπαιδευτικό σύστημα, χρειάζονται ριζικές αλλαγές.