Αδιαπραγμάτευτα πλέον και με κάθε βεβαιότητα, μπορούμε να πούμε πως οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν μεταβεί σε μια ψυχροπολεμική κατάσταση. Η διένεξη μεταξύ των γειτόνων και συμμαχικών χωρών του ΝΑΤΟ αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο γνωστά ζητήματα τόσο σε Ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Βασικός δρώντας και καθοδηγητής αυτής της ενεργής έμμεσης σύγκρουσης, είναι η ίδια η Τουρκία, η οποία εκμεταλλευόμενη την δύναμη, η οποία απορρέει από το γεωγραφικό και πληθυσμιακό μέγεθος της, προκαλεί σε καθημερινή βάση την Ελλάδα με σκοπό την όσο το δυνατό δημιουργία ενός status quo τόσο στο Αιγαίο όσο και στην συνοριακή περιοχή του Έβρου.
Οι αντιδράσεις από πλευράς Ελλάδας, έχουν διαφοροποιηθεί ανά τα χρόνια λόγω της συνεχιζόμενης αλλαγής κυβερνήσεων και πολιτικών, όπως επίσης και της μη συνεννόησης των πολιτικών κομμάτων ανεξαρτήτως, σε μια ενιαία εθνική γραμμή αντιμετώπισης της τουρκικής προκλητικότητας. Κανένας φυσικά δεν μπορεί να προβλέψει με σιγουριά τις κινήσεις της γείτονας, ιδιαιτέρως σε μια περίοδο πολιτικής κρίσης που διανύει όπως και τεταμένης προσπάθειας από πλευράς Ερντογάν, στην μεταμόρφωση του κράτους σε μια «Κοινοβουλευτική Δικτατορία».
Ποια είναι λοιπόν η επόμενη ημέρα στις σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών και ποιος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο επαναλαμβανόμενος ηττημένος σε διπλωματικό επίπεδο; Σίγουρα ένα άρθρο δε θα μπορούσε να επιλύσει καμία τέτοια απορία μέσα σε ελάχιστες σειρές, ωστόσο, σκεπτόμενοι μόνον το γεγονός των ελλήνων στρατιωτικών που κρατούνται στις τουρκικές φυλακές υψίστης ασφαλείας, θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε μερικώς αυτό το περιστατικό και να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα.
Ανατρέχοντας στις διαπραγματεύσεις της Ελληνικής κυβέρνησης αναφορικά με το μέλλον των 8 Τούρκων στρατιωτικών, οι οποίοι κατέφθασαν στην χώρα μας μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα που πραγματοποιήθηκε, είναι άξιο να υποθεί πως η Ελληνική πλευρά χειριζόταν το θέμα ορθά, κρατώντας αποστάσεις, παραπέμποντας την Τουρκία στην ελληνική Δικαιοσύνη. Αυτό έδωσε χρόνο στην Ελλάδα, να ασκήσει πιέσεις στην γείτονα σε άλλους τομείς όπως και να ισχυροποιήσει την θέση της διπλωματικά. Παρόλα αυτά, η αντίδραση της Τουρκίας ήταν άμεση και καλά οργανωμένη, μετά την σύλληψη και φυλάκιση δυο ελλήνων στρατιωτικών στην συνοριακή μεθόριο του Έβρου, περιπλέκοντας έτσι κατά πολύ την κατάσταση.
Σήμερα λοιπόν, μετρώντας την διπλωματική δύναμη των χωρών με ανθρώπινες ψυχές, η Ελλάδα είναι και πάλι ηττημένη. Μια Ελλάδα που καλείται να συμμετάσχει στην ίδια «ρωσική ρουλέτα» στην οποία είχε εγκλωβίσει ή νόμιζε πως είχε κάνει την Τουρκία, με την υπόθεση των 8. Συγκεκριμένα, την στιγμή που η Ελλάδα ασκούσε πίεση με την κράτηση των 8, διαπραγματευόμενη σχέσεις καλής γειτονίας και ελαχιστοποίησης των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο, σήμερα όχι μόνο θεωρείται ηττημένη αλλά φυλακισμένη σε μια φυλακή που η ίδια δημιούργησε.
Ο Ερντογάν με τον ίδιο τρόπο θέτει θέμα ανταλλαγής των 8 με τους 2 και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, επικαλείται την τουρκική δικαιοσύνη για την νόμιμη κράτηση των ελλήνων στρατιωτικών η οποία μπορεί να παραταθεί όσο χρειαστεί και μέχρις ότου εκδικαστεί η υπόθεση. Το αποτέλεσμα συνήθεια για τον Ελληνικό λαό, ο οποίος ανήμπορος, χάνει τα παιδιά του στο βωμό λαθεμένων αποφάσεων και πολιτικών. Η Ελλάδα μπορεί, πάντα μπορούσε να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πρόκληση, το έχει αποδείξει άλλωστε επανειλημμένα. Οι ελληνικές κυβερνήσεις όμως και ιδιαιτέρως η σημερινή, μας έχουν δείξει μια αδικαιολόγητη προχειρότητα στα θέματα εθνικής άμυνας που έχει κοστίσει ζωές. Μήπως είναι καιρός ανάδειξης μιας ενιαίας εθνικής γραμμής αντιμετώπισης των προκλήσεων; Ας ελπίσουμε πως η απάντηση θα είναι θετική στο μέλλον.
* Ο Χρήστος Στέφος είναι Πολιτικός Επιστήμονας και Μεταπτυχιακός φοιτητής Εφαρμοσμένης Οικονομικής στην Δημόσια Διοίκηση.